Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Για μια σου λέξη ακόμη


 Αν θέλω να είμαι ειλικρινής και δίκαιος μαζί σου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν φταις εσύ για την αντιπάθεια που τρέφω για την σιωπή. Από μικρός ακόμη, θυμάμαι την μάνα μου να σταματάει να μου μιλάει ή να μου δίνει κοφτές, μονολεκτικές απαντήσεις όποτε είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου (για να με τιμωρήσει; για ν' ανακτήσει την ψυχραιμία της; ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να πω με σιγουριά...). Μεγαλώνοντας, αυτόν τον τρόπο επέλεγα κι εγώ για να τιμωρήσω οικογένεια και φίλους όποτε θύμωνα μαζί τους: σταματούσα να τους μιλώ, θεωρώντας ότι αυτή η αποχή από τον ομιλούντα λόγο ήταν η πιο περίτρανη ένδειξη ενός -σχεδόν- αδιαπραγμάτευτου αποκλεισμού από την αγάπη που τους έδειχνα μέχρι πρότινος.
 Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν μπορώ να διαχειριστώ εύκολα τη σιωπή. Ο λόγος για τον οποίο μου προκαλεί συνήθως αμηχανία και μια εμμονική, σχεδόν, τάση να την σπάσω κάθε φορά ακόμη κι αν δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω. Μες στο μυαλό μου, η σιωπή είναι ταυτόσημη με την έννοια της τιμωρίας και πραγματικά σε μισούσα για εκείνες τις βασανιστικές, μακρόσυρτες σιωπές μετά από κάθε τσακωμό μας. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να με βρίσεις, να φωνάξεις, να σπάσεις πράγματα ή να φύγεις απ' το σπίτι βροντώντας πίσω σου την πόρτα "εις ένδειξιν διαμαρτυρίας", από αυτή την παθητική σου στάση που εγώ αναγκαζόμουν να την ερμηνεύω βάζοντας κάθε φορά τα χειρότερα με το μυαλό μου ή αναλαμβάνοντας ευθύνες που στην πραγματικότητα δεν μου αναλογούσαν μόνο και μόνο για να σε πείσω να διακόψεις αυτό το λεκτικό εμπάργκο που τόσο άκαρδα μου επέβαλες. 
 Και ενώ σου είχα πει πολλές φορές πώς νιώθω γι' αυτή σου την συμπεριφορά, εσύ, λες και το κάνεις επίτηδες, μ' αντιμετωπίζεις γι' άλλη μια φορά με τον ίδιο τρόπο: στερώντας μου την φωνή σου μαζί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επικοινωνίας. Δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου, δεν απαντάς στα μηνύματά μου και, γενικώς, φροντίζεις να μου δείξεις με κάθε τρόπο ότι δεν θες πια πολλές (εδώ που τα λέμε, ούτε καν λίγες...) κουβέντες μαζί μου.
 Σε είδα σήμερα μέσα απ' τ' αυτοκίνητο, στο φανάρι, να βγάζεις για μια στιγμή το κεφάλι σου απ' το παράθυρο του συνοδηγού πριν περάσετε με τον φίλο σου στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και για μια στιγμή πίστεψα ότι τα μάτια μου με γελούσαν επειδή τις τελευταίες μέρες σε σκέφτομαι τόσο έντονα. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήσουν όντως εσύ. Πώς θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω το πρόσωπό σου; Στην τελική, δεν έχω και τόσο πολύ καιρό να το δω! Σου έστειλα αμέσως μήνυμα, εκλιπαρώντας ουσιαστικά για μια σου λέξη ακόμη η οποία όμως -τι έκπληξη!!- δεν ήρθε ποτέ... 

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα τσιγάρο στα δύο


 Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ανθρώπους που, κάθε χρόνο, περιμένουν σαν τρελοί το καλοκαίρι. Αυτό περιλαμβάνει κι εσένα, αλλά προτίμησα να μην στο πω όταν, την πρώτη Ιουνίου, με πήρες τηλέφωνο για να μου πεις ότι "Ήρθε το καλοκαίρι!" και ότι θα έπρεπε να βγούμε και να πιούμε για να το γιορτάσουμε - ευκαιρία έψαχνες!
 Είχες σχολάσει από το μεσημέρι απ' την δουλειά οπότε μπορούσαμε να βρεθούμε από νωρίς τ' απόγευμα. Περπατήσαμε στην Πλάκα για ώρες και καταλήξαμε να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα στον Λυκαβηττό. Από εκεί και πέρα, δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι πήγαμε "κάπου για ένα κρασί" και μετά "κάπου αλλού για ένα κρασί ακόμα" και ότι βρεθήκαμε τις...δεύτερες πρωινές ώρες -κάπου μεταξύ τεσσεράμιση με πέντε- καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας σου. Εγώ δηλαδή ήμουν καθισμένος γιατί εσύ είχες σχεδόν ξαπλώσει, ακουμπώντας την πλάτη σου στα σκαλοπάτια.
 Μιλούσαμε ελάχιστα. Κάτι το περασμένο της ώρας, κάτι τα ένα-δυο (λίτρα) κρασιά, μας έκαναν και τους δύο βραδύγλωσσους. Κάποια στιγμή, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό σου αλλά τραβήχτηκες απότομα. Φοβόσουν μη μας δει κάνας γείτονας. Στις πέντε το πρωί! Σε μια γειτονιά που φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα στη γωνία του δρόμου ! Εδώ εγώ, που καθόμουν ακριβώς δίπλα σου, και δυσκολευόμουν να διακρίνω τα χαρακτηριστικά σου... Παρ' όλ' αυτά, σεβάστηκα την επιθυμία σου και μαζεύτηκα.
 Έβγαλες από την τσέπη σου τον καπνό και έστριψες τσιγάρο. Το άναψες και, για μια στιγμή, το πρόσωπό σου φωτίστηκε! Σε κοιτούσα χωρίς καν ν' ανοιγοκλείνω τα μάτια προσπαθώντας να κρατήσω στη μνήμη μου την εικόνα του προσώπου σου, φωτισμένου από τον αναπτήρα. Με κάθε ρουφηξιά στο τσιγάρο, η καύτρα του σε φώτιζε για λίγο. Την κοιτούσα μαγεμένος και, νομίζω, δεν κατάλαβα ότι άπλωσα το χέρι και σου πήρα το τσιγάρο απ' τα χείλη μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι με κοίταζες με έκπληξη και ανυπόκριτη περιέργεια, περιμένοντας να δεις τι θα έκανα μετά.
 Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα μου -αυτή ήταν η πιο στενή επαφή που είχαν τα χείλη μας εκείνο το βράδυ- και, σαν έφηβος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους φίλους του, έκανα μια γερή τζούρα. Ένιωσα την πικρή γεύση του καπνού να μου καίει το στόμα και το κεφάλι μου να γυρίζει. Προσπάθησα πολύ για να μην αρχίσω να βήχω. Μάλλον το κατάλαβες, γιατί έβαλες τα γέλια. Στην αρχή εκνευρίστηκα μαζί σου, ένιωσα ότι με κοροϊδεύεις, αλλά τελικά ο ήχος του γέλιου σου με παρέσυρε κι άρχισα να γελάω κι εγώ.
 Συνεχίσαμε έτσι με το τσιγάρο - μια ρουφηξιά εσύ, μία εγώ- μέχρι που η καύτρα έφτασε στο φίλτρο. Το πέταξες στο πεζοδρόμιο και σηκώθηκες να το πατήσεις για να σβήσει.
 "Τι θα κάνεις τώρα;", με ρώτησες.
 "Λέω να γυρίσω σπίτι. Μέχρι να φτάσω στη στάση, θα έχουν ξεκινήσει τα λεωφορεία.", σου απάντησα εγώ.
 "ΟΚ! Πάω κι εγώ για ύπνο. Είμαι πτώμα!" μου είπες.
 Δεν μου πρότεινες ν' ανέβω στο σπίτι σου. Δεν στο ζήτησα κι εγώ. Σηκώθηκα, με τα χέρια στις τσέπες, μην τυχόν και μπω στον πειρασμό να σ' αγκαλιάσω. Χαιρετηθήκαμε, μπήκες στο σπίτι σου και δεν έφυγα μέχρι που τα πόδια σου εξαφανίστηκαν στις σκάλες. Μόνο τότε ξεκίνησα κι εγώ να κατευθύνομαι προς την στάση του λεωφορείου.
 Αυτές οι μικρές στιγμές, αυτό το τσιγάρο που μοιραστήκαμε κι αυτά τα γέλια στα σκαλοπάτια σου, είναι που μου λείπουν πιο πολύ, τώρα που δεν μιλάμε.