Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα τσιγάρο στα δύο


 Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ανθρώπους που, κάθε χρόνο, περιμένουν σαν τρελοί το καλοκαίρι. Αυτό περιλαμβάνει κι εσένα, αλλά προτίμησα να μην στο πω όταν, την πρώτη Ιουνίου, με πήρες τηλέφωνο για να μου πεις ότι "Ήρθε το καλοκαίρι!" και ότι θα έπρεπε να βγούμε και να πιούμε για να το γιορτάσουμε - ευκαιρία έψαχνες!
 Είχες σχολάσει από το μεσημέρι απ' την δουλειά οπότε μπορούσαμε να βρεθούμε από νωρίς τ' απόγευμα. Περπατήσαμε στην Πλάκα για ώρες και καταλήξαμε να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα στον Λυκαβηττό. Από εκεί και πέρα, δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι πήγαμε "κάπου για ένα κρασί" και μετά "κάπου αλλού για ένα κρασί ακόμα" και ότι βρεθήκαμε τις...δεύτερες πρωινές ώρες -κάπου μεταξύ τεσσεράμιση με πέντε- καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας σου. Εγώ δηλαδή ήμουν καθισμένος γιατί εσύ είχες σχεδόν ξαπλώσει, ακουμπώντας την πλάτη σου στα σκαλοπάτια.
 Μιλούσαμε ελάχιστα. Κάτι το περασμένο της ώρας, κάτι τα ένα-δυο (λίτρα) κρασιά, μας έκαναν και τους δύο βραδύγλωσσους. Κάποια στιγμή, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό σου αλλά τραβήχτηκες απότομα. Φοβόσουν μη μας δει κάνας γείτονας. Στις πέντε το πρωί! Σε μια γειτονιά που φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα στη γωνία του δρόμου ! Εδώ εγώ, που καθόμουν ακριβώς δίπλα σου, και δυσκολευόμουν να διακρίνω τα χαρακτηριστικά σου... Παρ' όλ' αυτά, σεβάστηκα την επιθυμία σου και μαζεύτηκα.
 Έβγαλες από την τσέπη σου τον καπνό και έστριψες τσιγάρο. Το άναψες και, για μια στιγμή, το πρόσωπό σου φωτίστηκε! Σε κοιτούσα χωρίς καν ν' ανοιγοκλείνω τα μάτια προσπαθώντας να κρατήσω στη μνήμη μου την εικόνα του προσώπου σου, φωτισμένου από τον αναπτήρα. Με κάθε ρουφηξιά στο τσιγάρο, η καύτρα του σε φώτιζε για λίγο. Την κοιτούσα μαγεμένος και, νομίζω, δεν κατάλαβα ότι άπλωσα το χέρι και σου πήρα το τσιγάρο απ' τα χείλη μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι με κοίταζες με έκπληξη και ανυπόκριτη περιέργεια, περιμένοντας να δεις τι θα έκανα μετά.
 Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα μου -αυτή ήταν η πιο στενή επαφή που είχαν τα χείλη μας εκείνο το βράδυ- και, σαν έφηβος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους φίλους του, έκανα μια γερή τζούρα. Ένιωσα την πικρή γεύση του καπνού να μου καίει το στόμα και το κεφάλι μου να γυρίζει. Προσπάθησα πολύ για να μην αρχίσω να βήχω. Μάλλον το κατάλαβες, γιατί έβαλες τα γέλια. Στην αρχή εκνευρίστηκα μαζί σου, ένιωσα ότι με κοροϊδεύεις, αλλά τελικά ο ήχος του γέλιου σου με παρέσυρε κι άρχισα να γελάω κι εγώ.
 Συνεχίσαμε έτσι με το τσιγάρο - μια ρουφηξιά εσύ, μία εγώ- μέχρι που η καύτρα έφτασε στο φίλτρο. Το πέταξες στο πεζοδρόμιο και σηκώθηκες να το πατήσεις για να σβήσει.
 "Τι θα κάνεις τώρα;", με ρώτησες.
 "Λέω να γυρίσω σπίτι. Μέχρι να φτάσω στη στάση, θα έχουν ξεκινήσει τα λεωφορεία.", σου απάντησα εγώ.
 "ΟΚ! Πάω κι εγώ για ύπνο. Είμαι πτώμα!" μου είπες.
 Δεν μου πρότεινες ν' ανέβω στο σπίτι σου. Δεν στο ζήτησα κι εγώ. Σηκώθηκα, με τα χέρια στις τσέπες, μην τυχόν και μπω στον πειρασμό να σ' αγκαλιάσω. Χαιρετηθήκαμε, μπήκες στο σπίτι σου και δεν έφυγα μέχρι που τα πόδια σου εξαφανίστηκαν στις σκάλες. Μόνο τότε ξεκίνησα κι εγώ να κατευθύνομαι προς την στάση του λεωφορείου.
 Αυτές οι μικρές στιγμές, αυτό το τσιγάρο που μοιραστήκαμε κι αυτά τα γέλια στα σκαλοπάτια σου, είναι που μου λείπουν πιο πολύ, τώρα που δεν μιλάμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου