Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ανοιχτή επιστολή


 Πάντα έβρισκα τα γράμματα πολύ ρομαντικά, ακόμα και σε μια εποχή που τα e-mail έχουν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως την αλληλογραφία. Η αίσθηση μιας επιστολής γραμμένης στο χέρι δεν μπορεί να συγκριθεί με το απρόσωπο, ηλεκτρονικό αντίστοιχό της! Τα πάντα, από το χαρτί της αλληλογραφίας μέχρι τον γραφικό χαρακτήρα -που συχνά μαρτυρά την ψυχολογική κατάσταση του γράφοντος- είναι από μόνα τους μηνύματα εξίσου σημαντικά με το περιεχόμενο του γράμματος!
 Μπορεί ν' αναρωτιέσαι γιατί (σου) τα λέω αυτά. Δεν έχεις άδικο που αναρωτιέσαι! Να σου εξηγήσω λοιπόν ότι τα λέω για να καταλάβεις γιατί μου φάνηκε ωραία ιδέα το να γράψω και να σου στείλω ένα γράμμα για να μοιραστώ μαζί σου όσα δεν θέλησα ή δεν τόλμησα να μοιραστώ ως τώρα. Και μετά, συνειδητοποίησα ότι δεν θυμόμουν την νέα σου διεύθυνση! Και μου ήρθε η τρελή ιδέα να έρθω στο σπίτι σου και να το ρίξω κάτω απ' την πόρτα σου. Η οποία τρελή ιδέα, εξελίχθηκε στην ακόμη πιο τρελή ιδέα να στο παραδώσω ιδιοχείρως. Το έγραψα λοιπόν, το έβαλα σ' έναν φάκελο και ξεκίνησα να έρθω σπίτι σου. Δεν ήθελα να χτυπήσω το κουδούνι. Είπα "θα περιμένω από κάτω. Κάποια στιγμή θα βγει ή θα μπει. Θα το παραδώσω τότε". Δεν είχα σκοπό να προσβάλλω την νοημοσύνη σου ισχυριζόμενος ότι βρέθηκα τυχαία κάτω απ' το σπίτι σου με  ένα γράμμα για σένα στην τσέπη, απλώς σκέφτηκα ότι, χτυπώντας σου την πόρτα, ελλόχευε ο κίνδυνος να μην μου ανοίξεις!
 Υποθέτω ότι δεν θα σου χαλάσω την ιστορία αποκαλύπτοντας μ' ένα σχήμα πρωθύστερο το τέλος που ήδη ξέρεις: δεν σου έδωσα το γράμμα! Όχι όμως γιατί μετάνιωσα και έφυγα. Κάθε άλλο. Περίμενα όλη την μέρα καθισμένος στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας απέναντι απ' την δικιά σου. Είδα τα φώτα στο διαμέρισμά σου να ανάβουν και να σβήνουν και να ανάβουν ξανά. Είδα την Ε., την συγκάτοικό σου, να έρχεται και να φεύγει πάλι και τα φώτα έμειναν αναμμένα, σημάδι ότι ήσουν πάνω. Αλλά έμεινες πάνω. Δεν βγήκες εκείνο το βράδυ, κι ας ήταν Παρασκευή. Σκέφτηκα ότι μπορεί να έχεις κλειστεί στο σπίτι και να διαβάζεις για την σχολή οπότε κανείς δεν ξέρει πότε θα εδεήσεις να βγεις και αυτή η σκέψη, σε συνδυασμό με τα ενοχλημένα βλέμματα των ενοίκων της πολυκατοικίας, που δεν πρέπει να έβλεπαν με πολύ καλό μάτι την ολοήμερη κατάληψη των σκαλοπατιών τους, με έπεισαν τελικά να φύγω.
 Όμως εγώ, νιώθω την ανάγκη να σου πω αυτά που έγραφε το γράμμα! Γι' αυτό τα γράφω έστω εδώ. Ξέρω ότι δεν είναι πολλές οι πιθανότητες να τα διαβάσεις αλλά, φαντάζομαι, το ίδιο θα ίσχυε ακόμη κι αν έβαζα το γράμμα μου στο χέρι σου!
 Θέλω λοιπόν να ξέρεις, ότι τα βράδια που κοιμόμασταν μαζί, εγώ έμενα ξύπνιος στο πλάι σου, να παρακολουθώ το στήθος σου ν' ανεβοκατεβαίνει και να βλέπω το πρόσωπό σου ήρεμο-και ήταν αυτή η εικόνα υπέροχη και οδυνηρή ταυτόχρονα. Ότι εκτιμούσα το ότι μάσαγες τσίχλες για να κρύβεις την γεύση απ' τα τσιγάρα που είχε το στόμα σου μόνο και μόνο γιατί ήξερες ότι μ' ενοχλεί αλλά, στην πραγματικότητα, δεν έκαναν δουλειά οι τσίχλες, απλώς δεν σου είπα ποτέ τίποτα για να μην σε στενοχωρήσω. Ήθελα ακόμα να σου πω ότι σε σκέφτομαι ακόμα. Όχι κάθε μέρα και όχι το ίδιο έντονα αλλά υπάρχουν μέρες που δεν μπορώ να σε βγάλω απ' το μυαλό μου και βλέπω παντού το πρόσωπό σου...ακούω παντού την φωνή σου! Ότι δεν είμαι σίγουρος αν θυμάμαι την φωνή σου αλλά θυμάμαι το γέλιο σου γιατί σε πείραζα πάντα γι' αυτό "το γέλιο του Goofy". Νομίζω επίσης πως θα ήθελα να σου αποκαλύψω κάποια στιγμή ότι ο άνθρωπος που γνώρισες δεν ήμουν εγώ. Πολλές φορές, δέχτηκα συμπεριφορές εκ μέρους σου χωρίς να πω κουβέντα, ακόμη κι αν μ' ενοχλούσαν, μόνο και μόνο γιατί φοβόμουν μην μου πεις "έτσι είμαι εγώ, αν δεν σ'αρέσει, φύγε" και ήμουν (είμαι;) τόσο ερωτευμένος μαζί σου που δεν ήξερα αν θα το άντεχα. Και θέλω να σε ρωτήσω αν ήταν αυτά που, τελικά, σ' έκαναν να  μου πεις πως "δεν σου βγαίνει". Θα ήταν άραγε αλλιώς τα πράγματα σήμερα μεταξύ μας αν είχες δει τότε τον πραγματικό μου εαυτό; Υποθέτω πως δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά...
 Αυτά είναι εν ολίγοις. Και ότι θα ήθελα, αν το διαβάσεις αυτό και το καταλάβεις ότι απευθύνεται σε σένα (ας είμαστε ειλικρινείς, σε ποιον άλλον ν' απευθύνεται;), να μου δώσεις έστω ένα σημάδι, οποιοδήποτε σημάδι, ότι το διάβασες και κατάλαβες ότι απευθύνεται σε σένα. Και ότι μου λύπης.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Κλεμμένο μπρούσκο


 Λέω ν' αρχίσω με δύο δηλώσεις: Πρώτον, η απήχηση όλων των καθημερινών, τηλεοπτικών σειρών (τύπου "Κλεμμένα όνειρα"  και "Μπρούσκο") είναι στο μυαλό μου πιο παράδοξη και απ' τα παράδοξα του Ζήνωνα. Δεύτερον, το παρόν κείμενο αποτέλεσε προϊόν έντονης εσωτερικής πάλης (εντάξει, είμαι υπερβολικός, τι να κάνουμε;) που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι στο roster και των δύο σειρών συγκαταλέγονται φίλοι τους οποίους εκτιμώ (και οι οποίοι ελπίζω να συγχωρήσουν την παρρησία μου).  
 Είναι, νομίζω, μια γενικώς παραδεδεγμένη αρχή ότι, όσο καλά κι αν ξεκινήσει μια καθημερινή σειρά, όσο "πολλά υποσχόμενη" κι αν είναι, κάπου στην πορεία χαλάει το γλυκό. Κάπου στερεύουν οι ιδέες. Εδώ που τα λέμε -για να είμαστε και δίκαιοι- δεν είναι κι εύκολο να γράφεις κάθε μέρα κάτι ευρηματικό ώστε να γεμίσει ο τηλεοπτικός χρόνος. Αυτό το πρόβλημα, ας πούμε, το αντιμετωπίζουν στο "Μπρούσκο" με καθημερινά video clip! Σε κάθε επεισόδιο, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να κάθονται, να περπατούν, ν' αγναντεύουν  αμέριμνοι το πέλαγος μετρώντας τις βάρκες ενώ από πίσω, σαν μουσικό χαλί, παίζει κάτι σε Χαρούλα, σε Πρωτοψάλτη, σε Μποφίλιου (εμετός σε 3...2...1...) όσο εκείνοι θυμούνται σκηνές από τα προηγούμενα ένα-δύο επεισόδια τα οποία οι τάλανες τηλεθεατές δεν έχουν προλάβει καλά καλά να ξεχάσουν. Ίσως απώτερος σκοπός του σκηνοθέτη να είναι το ν' αποκτήσουμε μουσική παιδεία! Ας είμαστε ειλικρινής, ακόμη και εκείνοι (οι ελάχιστοι) που δεν αναγνώριζαν το μουσικό θέμα της Amélie, το γνώρισαν μέσα από ένα επεισόδιο της σειράς (στο οποίο βέβαια η μουσική του Tiersan, διαδεχόταν την κρητική λύρα- μιλάμε πολύ μπροστά ο σκηνοθέτης! Μ' ένα απλό τεχνασματάκι υπογραμμίζει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της μουσικής!). 
 Από την άλλη, είναι σίγουρα προτιμότερη αυτή η μέθοδος "γεμίσματος" του χρόνου από την κλασική, φωσκολική, επανάληψη ατακών που όλοι λατρεύουμε να μισούμε! Βέβαια, οι σημερινές σειρές έχουν αναγάγει αυτή την τεχνική σε επιστήμη! Την έχουν πάει στο επόμενο επίπεδο! Έτσι, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να συμμετέχουν σε στιχομυθίες θυμίζοντας αφασικούς. Να παίρνουν υπερβολικά πολύ χρόνο για να επεξεργαστούν τα όσα τους λέει ο εκάστοτε συνομιλητής τους και ν' αντιδράσουν σ' αυτά (πχ. Χτυπάει το τηλέφωνο. "Το σπίτι καίγεται"...παύση δέκα δευτερολέπτων...ατάκα πρωταγωνιστή "Φύγε αμέσως από εκεί"). Αλλά, φευ! Όταν επιτέλους έρθει η πολυπόθητη/πολυαναμενόμενη αντίδραση, είναι τόσο υπερβολικά παιγμένη που καταντάει γελοία και γεννάει στο μυαλό μας το, εύλογο, ερώτημα: "Καλά, σκηνοθέτης δεν υπάρχει; Δεν τους βλέπει πώς παίζουν; Γιατί δεν λέει κάτι;". Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση είναι "Φυσικά και λέει κάτι! Εκείνος έδωσε αυτές τις σκηνοθετικές οδηγίες". Ναι αλλά, κύριε σκηνοθέτα μου, με τούτα και μ' εκείνα, μας έχετε κάνει να πιστεύουμε ότι είναι πιο εύκολο να βρεις στην Ελλάδα έντιμο πολιτικό παρά ταλαντούχο πρωταγωνιστή σε καθημερινό! Είναι που είναι λίγοι, μη τους καίτε κι αυτούς. Κρίμα κι άδικο!!
 Για το τέλος, κράτησα, φυσικά, το καλύτερο και βασικότερο! Την πλοκή! Ας πούμε απλώς ότι το σενάριο δεν είναι το δυνατό σημείο των καθημερινών και ας μείνουμε εκεί. Ναι καλά!!! Σιγά μη μείνουμε εκεί! Πρέπει να σημειώσουμε οπωσδήποτε ότι οι σεναριογράφοι, στην προσπάθειά τους να μας δώσουν ένα αποτέλεσμα που θα μας συναρπάσει και θα αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον μας, περιδιαβαίνουν σε ατραπούς που θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφύγει (εδώ που τα λέμε, στην περίπτωσή τους, θα έπρεπε επίσης να αποφεύγουν να σηκώνονται κάθε μέρα απ' το  κρεβάτι τους για να πάνε στην δουλειά αλλά τέλος πάντων!). Κάπως έτσι, προκύπτουν σειρές στις οποίες χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα· μεταφορικά και κυριολεκτικά (το πιάσατε το υπονοούμενο; Για τα Κλεμμένα τα όνειρα λέω)! Καταντάει τόσο περίπλοκο το σενάριο, είναι τόσα πολλά τα ερωτήματα που προσπαθούν να μας δημιουργήσουν οι σεναριογράφοι που καταλήγουν να πελαγώνουν και να δίνουν τελικά υπεραπλουστευτικές λύσεις που υποβαθμίζουν (και λίγα λέω) την νοημοσύνη του τηλεοπτικού κοινού.
 Και, εννοείται, κάθε φορά που πέφτει η τηλεθέαση ένας απ' τους πρωταγωνιστές θα πάθει κάτι και θα βρεθεί κλινήρης να παλεύει για τη ζωή του και να σώζεται στο τέλος "σαν από θαύμα". Φαίνεται ότι ο πόνος, η αγωνία και η προβολή των πρωταγωνιστών σε ευάλωτη κατάσταση τους κάνει πιο συμπαθείς και, όσο να πεις, σου δημιουργείται και η απορία για το τι θα συμβεί τελικά για να τη σκαπουλάρουν (γιατί εννοείται ότι θα τη σκαπουλάρουν, πρωταγωνιστές είναι!). Αυτό αποτέλεσε και τον λόγο για τον οποίο αποφάσισα να λύσω την σιωπή μου! Γιατί έτυχε χθες να παρακολουθήσω από ένα επεισόδιο και των δύο σειρών και δεν μπόρεσα να μην απορήσω βλέποντας Σήφη- Άρη στο κρεβάτι του πόνου. Πολύ στεναχωρήθηκα...Εντάξει, και για τα παιδιά που είναι νέα και χαροπαλεύουν (btw, περαστικά να είναι εύχομαι) αλλά, κυρίως, για την τηλεθέαση που πήρε την κατηφόρα!! 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Valentine's Day


 Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα κάθε χρόνο που πρέπει να την αντιμετωπίσεις "σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος".  Θα μπορούσα να έχω γράψει την παραπάνω φράση (εδώ που τα λέμε έχω γράψει την παραπάνω φράση) αναφερόμενος στην κυριότερη αιτία υπαρξιακών κρίσεων ανά τους αιώνες: τα γενέθλια! Όμως όχι, η μέρα στην οποία αναφέρομαι είναι, όπως προδίδει ο τίτλος, η 14η Φεβρουαρίου!!
 Πριν αρχίσω να καταφέρομαι εναντίον αυτής της μέρας και των απανταχού οπαδών της, θέτω ένα ρητορικό ερώτημα. Ή, μάλλον, δύο ρητορικά ερωτήματα! Ή, ακόμα πιο σωστά, ένα ρητορικό ερώτημα με ένα ρητορικό "υποερωτηματάκι". Τέλος πάντων! Το ερώτημα είναι το εξής: υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που γιορτάζουν τον Βαλεντίνο; Το "υποερωτηματάκι" (που, αν με ρωτάτε είναι το βασικό ερώτημα, μασκαρεμένο) είναι: υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν τον Βαλεντίνο ενώ έχουν τελειώσει το Λύκειο; [Μην παρεξηγηθώ! Δεν έχω κάτι με τα παιδιά που πάνε ακόμα σχολείο αλλά εντάξει, παιδιά είναι, όσο να πεις έχουν τ' ακαταλόγιστο. Μην παρεξηγηθώ #2! Δεν είμαι απ' τους πικρόχολους ανθρώπους που τα βάζουν με τον Βαλεντίνο γιατί είναι single χρονιάρα μέρα. Τα βάζω μαζί του γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα τι παίζει με την πάρτη του (εντάξει, και γιατί είμαι πικρόχολος εν γένει!).]
 Και κάπου εδώ είναι το σημείο στο οποίο αρχίζω να ξεδιπλώνω τον περίπλοκο συλλογισμό μου! Κάθε χρόνο τέτοια μέρα δεν ξέρω για ποιον να νιώσω μεγαλύτερο οίκτο: για τους "σε σχέση" ή για τους "άσχετους";
 Αν είσαι σε σχέση, δεσμεύεσαι τρόπον τινά να γιορτάσεις αυτό το βδέλυγμα -ακόμα και αν δεν το θες- για χάρη του "significant other" που μπορεί να ψαρώνει με κάτι τέτοια; Και αν είσαι από τους "ψαρώνω με κάτι τέτοια", δεν είναι κρίμα κι άδικο (και φυσικά ενδεικτικό του χαρακτήρα σου αλλά και της ποιότητας της σχέσης σου) που...που τέλος πάντων ψαρώνεις με κάτι τέτοια; Γιατί να νιώσεις την ανάγκη να γιορτάσεις τον έρωτά σου μόνο αυτή, τη συγκεκριμένη μέρα; Δεν είναι ο έρωτας, από μόνος του, μια καθημερινή γιορτή; Μήπως, στην πραγματικότητα, είναι απλώς ένδειξη αλαζονείας και επιδειξιομανίας; Σα να λες στους γύρω σου "Κοιτάξτε, (και) φέτος είμαι σε σχέση!!" σαν τα πεντάχρονα που χαίρονται, δείχνοντας στα υπόλοιπα πεντάχρονα στον παιδικό σταθμό τους μαρκαδόρους τους. Λέω τώρα εγώ...Και είσαι κι από πάνω "υποχρεωμένος/η" να κάνεις δώρο στο "έτερον ήμισυ" που άντε να το βρεις! Και, αν το βρεις, άντε να το πληρώσεις! Και να έχεις το άγχος αν θ' αρέσει το δώρο σου και αν ο/η εκλεκτός/ή της καρδιάς σου θα το εκτιμήσει εξίσου με σένα που το αγόρασες και θα χαρεί μ' αυτό. Και να έχεις και την υποψία ότι ο μόνος που το χάρηκε πραγματικά είναι αυτός που στο πούλησε!! Όντως, τώρα που το σκέφτομαι σα ν' αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά σιγά τι βρίσκετε σ' αυτή την "γιορτή"... [Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω πως ξέρω ότι δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας αλλά, προς υπεράσπισή μου, δεν είπα ποτέ ότι θα είμαι πρωτότυπος ούτε ότι ο συλλογισμός μου θ' αποτελέσει έναυσμα φιλοσοφικών αναζητήσεων. Απλώς εκφράζω τις εύλογες (κατά τη γνώμη μου) απορίες μου.]
 Στον αντίποδα φυσικά, έχεις τους "άσχετους", εκείνους που τέτοια μέρα πέφτουν σε κατάθλιψη ταλανιζόμενοι από αναπάντητα ερωτήματα του τύπου "μα γιατί δεν μ' αγαπάει κανείς;", "τι λάθος κάνω και κάθε χρόνο τέτοια μέρα είμαι μόνος/η;", "εγώ πότε θα βρω ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα;", "εγώ πότε θα γίνω μάνα;(!)". Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα! Συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες! Όλοι έχουμε κάποιον γνωστό/φίλο/κολλητό/συγγενή/όλα τα παραπάνω, που κυνηγάει μανιωδώς την Σχέση (ναι, με το "Σ"  κεφαλαίο) και που την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου προσπαθούμε να τον κρατήσουμε μακριά από αλκοόλ, τσιγάρα και ξυράφια και τον ποτίζουμε ηρεμιστικά χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη, φλερτάροντας ασύστολα με την ιδέα να τον κλειδώσουμε στο υπόγειο και συμπονώντας τον για την κατάντια του! Που, φυσικά, δεν είναι ότι είναι μόνος αλλά ότι το παίρνει τόσο κατάκαρδα!! Λες και αύριο δεν ξημερώνει μια καινούρια μέρα!! Απ΄την άλλη, είναι, νομίζω, προτιμότερη μια υγιής κατήφεια από την συμπεριφορά κάποιων γραφικών αντικομφορμιστών (aka μπακούρια) που κάθε χρόνο τέτοια μέρα πηγαίνουν απ' το ένα "Anti-Valentine's party" στο άλλο για να δηλώσουν απερίφραστα την απέχθειά τους απέναντι σ' αυτόν τον ξενόφερτο Άγιο που, ρε παιδί μου, τους την σπάει (aka να βρεθούν στον ίδιο χώρο με άλλα μπακούρια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ζευγαρώσουν κι αυτοί και να βρεθούν στην "άλλη πλευρά"). Εντάξει παιδιά, το πήραμε το μήνυμα! Μην τρελαίνεστε!!
 Θέλοντας να κλείσω την ανάρτηση αυτή με ένα αισιόδοξο μήνυμα, είπα να υπενθυμίσω/γνωστοποιήσω σ' όλους ότι σ' ένα μήνα θα έχουμε έναν πραγματικό λόγο να γιορτάσουμε: η 14η Μαρτίου είναι "Παγκόσμια ημέρα μπριζόλας και πεολειχίας"!! Ακόμα και αν συγκαταλέγεστε στα μπακούρια που δεν έχετε καμία να σας πάρει/ κανέναν για να του πάρετε πίπα, μπορείτε να φάτε μπριζόλες μέχρι σκασμού και, μάλιστα, εν μέσω Σαρακοστής οπότε να χορτάσετε νιώθοντας και επαναστάτες!!!

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Έπιασε βροχή, αγάπη καλοκαιρινή...


 ...και φθινοπωρινή. Και χειμωνιάτικη. Και ανοιξιάτικη. Κοινώς, αγάπη όλο το χρόνο! Όλα τα χρόνια. Και ναι, εδώ που τα λέμε, σ' αγαπάω (όχι "σ' αγαπώ"· δεν σου αρμόζει ο συνηρημένος τύπος, σου αξίζει κάθε ένα απ' τα έξι γράμματα της λέξης!).
 Σ' αγαπάω για τα μεγάλα. Γιατί με ξέρεις καλύτερα ίσως απ' ό,τι ξέρω εγώ τον εαυτό μου. Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ καμία πραγματικά σημαντική  ή δύσκολη στιγμή της ζωής μου που να μην την έζησα μαζί σου. Γιατί στάθηκες δίπλα μου και πίστεψες σε μένα ακόμα και όταν εγώ δυσκολευόμουν να το κάνω. Γιατί μπορώ να σου πω τι σκέφτομαι και τι νιώθω χωρίς να φοβάμαι ότι θα με κρίνεις- και μετά να περάσουμε ώρες αναλύοντάς το! Γιατί πάντα έχεις μια σωστή συμβουλή, ακόμα και αν αυτό που με συμβουλεύεις να κάνω είναι αυτό που ήδη σκεφτόμουν· μυστηριωδώς απ' τα δικά σου χείλη ακούγεται πιο σωστό απ' ό,τι όταν το σκέφτομαι εγώ μες στο μυαλό μου. Γιατί, αν τελικά κάνω του κεφαλιού μου, δεν μου λες "στα λεγα εγώ" αλλά είσαι δίπλα μου να με παρηγορήσεις. Γιατί δεν φοβάμαι να κλάψω μπροστά σου και, όταν το κάνω, μ' αγκαλιάζεις. Γιατί έχεις δει ποιος είμαι πραγματικά και έμεινες δίπλα μου...
 Κυρίως όμως, σ' αγαπάω για τα μικρά, για τα καθημερινά. Για το χιούμορ σου. Για το ότι γελάς με τ' αστεία μου - ακόμα και αυτά που δεν είναι τόσο αστεία. Για το γέλιο σου. Για το ότι είσαι η Luna (και πάντοτε το ήξερα!!). Για το ότι, εν έτει 2014, σ' αρέσει ακόμα ο Καλλίρης, τόσο ώστε να τον αποκαλείς "Θανούλη" και να μην χάνεις live του. Για τον τρόπο που τυλίγεις το μπράτσο σου γύρω απ' το δικό μου και βάζεις την παλάμη σου μες στην τσέπη μου για να την ζεστάνεις όταν περπατάμε μες στο κρύο. Για το ότι μπορώ να κάθομαι ώρες μαζί σου χωρίς να μιλάμε και να νιώθω ότι έχουμε την πιο βαθιά και ουσιαστική επικοινωνία. Για το ότι αφήνεις πάντα για μένα την τελευταία πιρουνιά απ' το γλυκό που παίρνουμε μαζί και το οποίο σε βάζω να παραγγείλεις για να σε πειράξω για την προφορά σου. Για το ότι με πειράζεις για την δική μου όταν, ξαφνικά, πετάξω κάνα γαλλικό εκεί που δεν το περιμένεις. Για τον τρόπο που παίζεις με τα μαλλιά σου, προσπαθώντας, και καλά, να τα "συνετίσεις"- αφήνοντας όμως πάντα μια τούφα να πετάει. Για το "συγγνώμη" που μου λες σηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους και ανοίγοντας τις παλάμες σου όταν καθυστερείς στα ραντεβού μας. Για το ότι, καμιά φορά, καθυστερείς στα ραντεβού μας. Για το ότι, όσο και να καθυστερήσεις, δεν πρόκειται να φύγω· μάλιστα, η αναμονή μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την χαρά μου όταν τελικά σε αντικρίζω! Για το ότι το κόκκινο στα μάγουλά σου όταν ντρέπεσαι είναι διαφορετικό απ' όταν θυμώνεις. Για το ότι η λέξη "χρώμα" μου φέρνει, αυτόματα, εσένα στο μυαλό και όσο ήσουν μακριά (μου) τα πάντα μου φαίνονταν γκρίζα και μουντά. Για το ότι θα μπορούσα να συνεχίσω αυτή την απαρίθμηση πραγμάτων που αγαπάω σε σένα και πάλι να αφήσω πράγματα απ' έξω.
 Για όλα αυτά που ήσουν, είσαι και θα είσαι. 
 Για το ότι είσαι... 

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Θάνατος στα λεωφορεία!


 Όχι κατά το "θάνατος σ' αυτούς που ακούνε Παντελίδη στη διαπασών!" (μιλάμε για πολλά ψυχολογικά btw). Kατά το "Θάνατος στη Βενετία", του Βισκόντι. Ως άλλος Γκούσταβ φον Άσκενμπαχ θ' αφήσω κι εγώ την τελευταία μου πνοή σ' ένα λεωφορείο μία μέρα, μόνο που ο θάνατός μου δεν θα έχει τίποτα το ποιητικό/λυρικό/αλληγορικό! Απλώς θα εκραγώ μην αντέχοντας άλλο αυτά που βλέπω και ακούω εκεί μέσα. Εξηγούμαι!
 Ώρα 8:30, έχω φάει πρωινό, έχω κάνει μπάνιο, έχω ντυθεί και φεύγω απ' το σπίτι μου με προορισμό την κοντινότερη στάση λεωφορείου απ' την οποία, υποτίθεται, το λεωφορείο περνά στις παρά 20. Σε περίπτωση που το υποτίθεται διέφυγε της προσοχής, το επαναλαμβάνω· υποτίθεται! Για λόγους που, μες στο μυαλό μου, είναι μεγαλύτερο μυστήριο ακόμα και απ' το ποιος και γιατί έχτισε το Στόουνχεντζ, το λεωφορείο δεν πέρασε ποτέ! Δεν το έψησε ρε αδερφέ! Βρίζοντας (από μέσα μου, γιατί έχουμε και μια Α παιδεία), κατευθύνομαι σε απομακρυσμένη στάση απ' την οποία περνούν περισσότερα του ενός λεωφορεία και άρα οι πιθανότητες να περάσει κάποιο που να μ' εξυπηρετεί αυξάνονται. Περιμένω. Περιμένω... Αφού έχω φάει τα νιάτα μου -και κάτι λίγο απ' τα γηρατειά μου που τα κρατούσα για μετά την σύνταξη-, ένα λεωφορείο ξεπροβάλλει το όμορφο πρόσωπό του απ' την γωνία! 
 Αν δεν ήμουν γκρινιάρης εκ φύσεως (και εκ πεποιθήσεως), θα τελείωνα την ιστορία κάπου εδώ με ένα "μπήκα στο λεωφορείο και έφτασα στον προορισμό μου". Πέραν όμως του ότι κάτι τέτοιο αντίκειται της γενικότερης στάσης μου απέναντι στη ζωή εν γένει, είναι και πέρα για πέρα αναληθές γιατί, φυσικά, τα ευτράπελα ξεκινούν με την άφιξη του λεωφορείου.
 Φτάνει λοιπόν το λεωφορείο στην στάση, ήδη γεμάτο σε βαθμό ποινικά κολάσιμο, και προσπαθούμε τώρα άλλοι 10 άνθρωποι να χωρέσουμε καλύπτοντας ό,τι κενό παίζει να υπάρχει (δεν υπάρχει) και, μερικοί εξ ημών, χάνοντας την όποια ευγένειά τους (δεν υπήρχε ποτέ!). Τα καταφέρνουμε με τα πολλά να χωθούμε και, ξαφνικά, αρχίζουν οι θείτσες τα παράπονα στον οδηγό ("Μα είναι πράγματα αυτά; Τόση ώρα περιμένουμε! Πρέπει να πάμε στις δουλειές μας/ στο γιατρό/ στα ΚΤΕΛ που μου έχει στείλει η μαμά απ' το χωριό λάδι"), τα παράπονα στους συνεπιβάτες ("Μα πηγαίνετε λίγο πιο μέσα, τόσο χώρο έχετε! Εγώ θα κατεβώ!" -γιατί εμείς οι υπόλοιποι στο Ε9 δηλώνουμε ένα σπίτι, ένα εξοχικό και ένα λεωφορείο και σκοπεύουμε να μείνουμε εκεί μέσα για πάντα) και στους ανυποψίαστους commuters που περιμένουν στις επόμενες στάσεις ("Δεν βλέπετε ότι δεν χωράμε; Περιμένετε το επόμενο! Έρχεται από πίσω!". Πολύ πίσω όμως. Καμιά ώρα πίσω...). Και σε σπρώχνουν οι θείτσες. Και σε αγριοκοιτάνε, αν τυχόν είσαι πιο βολεμένος απ' αυτές μέσα στο, ούτως ή άλλως, άβολο χάος, λες και τις κόλλησες κυτταρίτιδα! Και κολλάνε πάνω σου, αγνοώντας, προφανώς, ότι δεν είσαι ακόμα έτοιμος να γίνεις πατέρας...
 Φτάνουμε Πειραιά και τα νεύρα μου είναι ήδη κρόσια πλην όμως είμαι αναγκασμένος να πάρω καινούριο λεωφορείο για να φτάσω στη δουλειά. Αποφασίζω να βάλω στ' αυτιά τ' ακουστικά του mp3 για να μην ακούω τουλάχιστον τον κάθε ξέμπαρκο να λέει το ξεμπαρκιλίκι του. Η μοίρα όμως μου έπαιξε σκληρό παιχνίδι!! Παρά την μουσική στ' αυτιά μου, ακούω ακόμα την φωνή τύπισσας με ξασπρισμένο μαλλί και νοημοσύνη παρουσιάστριας πρωινάδικου να εξιστορεί σε φίλη της στο κινητό, καρέ-καρέ, την σχέση της με τον Δημήτρη που αυτή του τα 'χε δώσει όλα κι αυτός την  παράτησε για την Τζένη που της το παιζε και φίλη αλλά την είχε καταλάβει αυτή τι καρ***γιόλα ήταν! Με φωνή στεντόρεια! Για ν' ακούσουν τα έκτροπα του Δημήτρη και της Τζένης οι φαντάροι στον Έβρο. ΛΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΙΑΖΕΙ!
 Το αποκορύφωμα είναι η ατάκα πιτσιρικά 16-17 χρονών την ώρα που ετοιμάζομαι να βγω απ' το λεωφορείο: "Συγγνώμη, κύριε! Είναι μισάνοιχτη η τσάντα σας". Στον πληθυντικό!!! Λες και έχουμε καμιά 30αριά χρόνια διαφορά! 
 Με μισό Zanax στέκομαι στα πόδια μου!

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Τα φώτα της πόλης


 Καθόλου πρωτότυπος τίτλος. Καθόλου ευφάνταστος. Και, εδώ που τα λέμε, καθόλου αντιπροσωπευτικός της ιστορίας που θ' ακολουθήσει πλην όμως, αρκετά λυρικός για να τραβήξει τα βλέμματα. Των άλλων. Όχι το δικό σου. Το δικό σου βλέμμα το ξέρω ότι δεν θα σταθεί. Θα προσπεράσει. Ως συνήθως...
 Κυριακή βράδυ κι εγώ, κανονικά, θα έπρεπε να είμαι στο σπίτι αλλά δεν μπορούσα. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Είπα να βγω μια βόλτα. Σε σκεφτόμουν τόσο έντονα όλο τ' απόγευμα που πίστευα πως, όπου κι αν πήγαινα, θα σε πετύχαινα μπροστά μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Είχα σκοπό απλώς να βγω και να περπατήσω. Εντάξει, είπα ότι θα είμαι ειλικρινής και ήδη λέω ψέματα. Είχα σκοπό να σε ψάξω στην Αθήνα, να περάσω "τυχαία" από μέρη και μαγαζιά που ήξερα ότι σ' αρέσουν με την ελπίδα να είσαι κάπου εκεί. 
 Ξεκίνησα από Μοναστηράκι και συνέχισα με τα πόδια...Ψυρρή, Σύνταγμα, Εξάρχεια... Προσπάθησα να περπατάω όσο πιο αργά γίνεται και να κάνω όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαδρομή μήπως και σε πετύχω κάπου στο δρόμο. Πού και πού, έμπαινα σε κάποιο μαγαζί και σε αναζητούσα με το βλέμμα, όπως αναζητούμε συνήθως κάποιο φίλο που μας περιμένει μέσα στο πλήθος. Μόνο που εσύ δεν με περίμενες!
 Μετά από κάνα δίωρο, κάθισα σ' ένα μαγαζί κάπου στα σύνορα Εξαρχείων και Κολωνακίου και δεν σου κρύβω ότι, όσο έμεινα εκεί, κοίταζα πραγματικά με ελπίδα την πόρτα κάθε φορά που άνοιγε, περιμένοντας την επόμενη φορά να είσαι εσύ που θα την ανοίξεις! Το αποκορύφωμα του παραλογισμού μου ήταν όταν, κάποια στιγμή, κοιτάζοντας στην μπάρα, θα έπαιρνα όρκο ότι σε είδα να μιλάς μ' έναν τύπο. Κάποια στιγμή, λες και νιώσατε τα βλέμματά μου, γυρίσατε και οι δύο και με κοιτάξατε ή μάλλον, πιο σωστά, γύρισαν και με κοίταξαν (γιατί, φυσικά, δεν ήσουν εσύ που μιλούσες με τον τύπο!).
 Κατάλαβα ότι το κακό είχε παραγίνει. Ότι ούτε απόψε θα σ' έβλεπα. Πλήρωσα και έφυγα, σα να με κυνηγούσαν. Και όντως με κυνηγούσαν. Με κυνηγούσε η δική σου εικόνα που την έβλεπα παντού μπροστά μου μέχρι να μπω στο 040 για να φτάσω Πειραιά. 
 Και κάπου εδώ κολλάνε τα φώτα της πόλης. Γιατί κάπου εδώ, συνειδητοποίησα ότι τα φώτα και ο θόρυβος της Αθήνας μου θυμίζουν πάντα εσένα. Και δεν ξέρω γιατί.