Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Up in smoke

 Καμιά φορά το υποσυνείδητό μας, μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Τουλάχιστον το δικό μου το κάνει. Μπορώ να πω ότι έχω ένα αρκετά...παιχνιδιάρικο υποσυνείδητο που, λες και ξέρει τι αποφεύγω να σκεφτώ όλη την μέρα (ποιον κοροϊδεύω; φυσικά και το ξέρει!), μόλις κλείνω τα μάτια μου για να κοιμηθώ, το φέρνει μπροστά μου. Και ναι (spoiler alert!!!)...σε σένα αναφέρομαι!
 Εχθές για παράδειγμα, νομίζω ότι μόλις με είχε πάρει ο ύπνος όταν βρέθηκα μπροστά σε μία πόρτα. Την άνοιξα και είδα μπροστά μου ένα μεγάλο δωμάτιο. Έκανα δύο βήματα, μπήκα μέσα και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω μου. Μόλις τότε παρατήρησα ότι δεν είχε πόμολο απ' την μέσα πλευρά. Μόνο μια κλειδαριά, αλλά εγώ δεν είχα το κλειδί. Κοίταξα γρήγορα γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι στο δωμάτιο υπήρχαν άλλες τρεις πόρτες, ίδιες μ' αυτήν που μόλις είχε κλείσει πίσω απ' την πλάτη μου, μία σε κάθε τοίχο του δωματίου. Φυσικά, εγώ δεν είχα το κλειδί για καμία!
 Δεν είχα προλάβει καλά καλά να πάθω την κρίση πανικού που, συνήθως, παθαίνω όταν βρίσκομαι σε κλειστούς χώρους, όταν το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με καπνό. Δεν μπορούσα να εντοπίσω από πού ερχόταν ο καπνός. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι γέμιζε το δωμάτιο πολύ γρήγορα για τα γούστα μου κι εγώ στεκόμουν στην μέση του δωματίου τρομοκρατημένος!
 Εκείνη την ώρα σε είδα! Στεκόσουν στην μία γωνία του δωματίου και, ενώ το πρόσωπό σου ήταν θολό -σαν από φωτογραφία που βγήκε κουνημένη-, ήξερα στα σίγουρα ότι ήσουν όντως εσύ. Με πλησίασες και με κάθε σου βήμα το πρόσωπό σου λες και γινόταν πιο ευκρινές. Οι γραμμές των χειλιών σου, τα ζυγωματικά, οι γωνίες του προσώπου σου... Όταν είχες πια πλησιάσει αρκετά ώστε να βλέπω τις κόρες των ματιών σου, άπλωσα το χέρι μου για να σ' αγγίξω, να σ' αγκαλιάσω και λίγο πριν τα χείλη μου ακουμπήσουν τα δικά σου...γλίστρησες απ' τα δάχτυλά μου σαν άμμος και σχημάτισες ένα βουναλάκι στο πάτωμα. Αυτό έμεινε όλο κι όλο από εσένα και μερικοί κόκκοι κρατημένοι σφιχτά μες στην παλάμη μου.
 Έπεσα στα γόνατα, χωρίς να μπορώ να βλέπω καλά καλά λόγω του καπνού που πλέον είχε γίνει τόσο πυκνός που μ' έπνιγε. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι οι πόρτες είχαν χαθεί και υπήρχε μόνο μια τρύπα στο ταβάνι απ' την οποία μπορούσα να βλέπω τον νυχτερινό ουρανό αλλά που δεν βοηθούσε καθόλου στο να φύγει ο καπνός απ' το δωμάτιο. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα σ' αυτό το ασφυκτικό συναίσθημα...
 Και τότε ξύπνησα! Κάθιδρος!  Χρειάστηκε να περάσει τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να ηρεμήσω και να μπορέσω να ξανακοιμηθώ.
 Το πρώτο πράγμα που έκανα το πρωί μόλις άνοιξα τον υπολογιστή, ήταν να ψάξω σε online ονειροκρίτες τι θα μπορούσε να σημαίνει το όνειρό μου. Ο πιο αξιόπιστος όλων, εμφάνισε ένα μόνο αποτέλεσμα κάτω απ' την αναζήτησή μου· ήταν το τηλέφωνο μιας γνωστής ψυχολόγου!

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Μονόλογος με σένα

Σου μιλάω.
Μ' ακούς;
Μ' άκουσες ποτέ όταν μιλούσα;
Άκουσες ποτέ τίποτ' απ' όσα σου είπα;
Κι αν τ' άκουσες, τα κατάλαβες;
Κατάλαβες εμένα;

Σου ψιθύριζα όλο εκείνο το βράδυ
που κοιμόσουν, σα το μωρό, στην αγκαλιά μου.
Συνομιλούσα με την καρδιά σου,
που την άκουγα να χτυπάει ρυθμικά κάτω απ' το στήθος σου.
Το θυμάσαι;
Κι αν το θυμάσαι, γιατί δεν είπες ποτέ μια κουβέντα;

Έφυγες.
Εύχομαι να είχα φύγει εγώ πρώτος.
Μα εγώ, μένω εδώ,
να σου μιλάω μόνος μου και να
πασχίζω να μην θυμάμαι
όσα με τόση ευκολία ξέχασες·
όλα όσα σου είπα αλλά, κυρίως,
όλα όσα δεν θα μπορέσω ποτέ
να βρω τα λόγια για να στα πω. 

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Το πρόσωπο του έρωτα

 Θυμάμαι πάντα μου έκανε εντύπωση στις αστυνομικές ταινίες εκείνη η φάση που ένας αυτόπτης μάρτυρας, πηγαίνει στο τμήμα για κατάθεση, κάνει μια περιγραφή του "κακού" (πχ. "είχε μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο και μεγάλη, γαμψή μύτη") και ο σκιτσογράφος -το ταλέντο του οποίου θα ζήλευαν, το δίχως άλλο, καταξιωμένοι ζωγράφοι - φτιάχνει αυτοστιγμεί ένα πορτραίτο τόσο πιστό που λες "δεν μπορεί, θ' αποδειχτεί στο τέλος ότι σκιτσογράφος-δολοφόνος είναι κολλητοί που γνωρίζονται παιδιόθεν και ο τύπος τόση ώρα μας δουλεύει".
 Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς θα έβγαινε το δικό σου πορτραίτο αν κάποιος έβαζε εμένα να σε περιγράψω.
 Κατ' αρχάς, δεν ξέρω αν το "μάτια που λάμπουν όταν χαμογελάει και χαμηλώνουν για ν' αποφύγουν το βλέμμα μου όταν ντρέπεται ή νοιώθει αμηχανία", είναι κατατοπιστική περιγραφή! Υποθέτω ότι ούτε και το "χείλια που θες να τα φιλήσεις ακόμα και αν είναι μόνο και μόνο για να σταματήσει να κράζει την Βαρκελώνη" είναι πολύ καλύτερο. Ούτε, φυσικά, το "έχει ένα πρόσωπο που το είδα κάποτε να φωτίζεται όταν μ' αντίκρισε και από τότε δεν έπαψα να ελπίζω ότι θα ξαναδώ  κάποτε αυτό το φως - κι ας έμεινα με την ελπίδα". Αν, δε, μιλούσα για τα φιλιά σου, που "έχουν την γεύση απ' τα τσιγάρα που καπνίζει αρειμανίως και που μ' έκαναν να βάζω τσιγάρο στο στόμα μου μόνο και μόνο για να ξανανιώσω την γεύση τους", ακόμα και αν ο σκιτσογράφος ήταν ο Ιώβ, θα έχανε την υπομονή του και θα μ' έδιωχνε πυξ λαξ απ' την αίθουσα ανακρίσεων, απηυδισμένος.
 Μόνο για την πλάτη σου θα μπορούσα να δώσω μια αξιόπιστη περιγραφή. Αυτήν την ξέρω πολύ καλά. Την έβλεπα κάθε φορά που αποχαιρετιόμασταν και στα τέσσερα βήματά, γυρνούσα και σ' έβλεπα ν΄απομακρύνεσαι, ελπίζοντας πάντα ότι θα γυρίσεις το κεφάλι να μου ρίξεις μια τελευταία, κλεφτή ματιά.
 Δεν γύρισες ποτέ...

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ο αναπτήρας

Βράδυ Σαββάτου, Δεκέμβρης, σε μια boîte στο Σύνταγμα

 Είχα έρθει σαν τον κυνηγημένο για να σε βρω, αμέσως μόλις μου έστειλες μήνυμα. Ήρθες να με πάρεις απ' το μετρό γιατί δεν ήξερα πώς να έρθω μέχρι εκεί. Καθίσαμε σε μια γωνία και ήμουν τόσο χαρούμενος απλώς και μόνο επειδή καθόσουν δίπλα μου, επειδή σε ένιωθα κοντά μου, ένιωθα τους ώμους μας να ακουμπούν. Ο χώρος ήταν τόσο μικρός που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε καλά καλά αλλά από μέσα μου ευγνωμονούσα αυτήν την "στενότητα" γιατί, εκ των πραγμάτων, αναγκαζόμασταν να είμαστε ο ένας πολύ κοντά στον άλλο. Μου μιλούσες, σου μιλούσα, και ακόμα και αν με ρωτούσες εκείνη την ώρα δεν νομίζω ότι θα ήξερα να σου πω για ποιο πράγμα μιλούσαμε. Απλώς κοιτούσα τα μάτια σου και έχανα, σιγά σιγά, τον κόσμο.
 Έπαιζα με τον αναπτήρα σου· αυτό τo θυμάμαι πολύ καθαρά! Κάποια στιγμή η κοπέλα που τραγουδούσε άρχισε να λέει το "Αυτή η νύχτα μένει"... Σταμάτησα να σε κοιτάζω. Κοιτούσα προς το μέρος της χωρίς να την βλέπω πραγματικά μόνο και μόνο για ν' αποφύγω το βλέμμα σου. Γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου -έρχονται πάντα μ' αυτό το τραγούδι- και δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν τα κατάφερα... "Κλαις;", μου ψιθύρισες στ' αυτί. Μία λέξη μόνο. Εγώ δεν μπορούσα ν' αρθρώσω καμία. Δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Κούνησα μόνο καταφατικά το κεφάλι... Μου έπιασες το χέρι. Στα κρυφά. Κάτω απ' το τραπέζι. Νόμιζα ότι ήθελες πίσω τον αναπτήρα. Στον έδωσα και έκλεισες το χέρι σου. Το τράβηξες... Έστριψες τσιγάρο, το άναψες και βυθίστηκε ο καθένας μας στη σιωπή και στις σκέψεις του.

Από τότε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, σκέφτομαι  εσένα και αναρωτιέμαι αν εκείνο το βράδυ... ήταν το χέρι μου που αναζητούσες κάτω απ' το τραπέζι και όχι ο αναπτήρας σου...