Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Τα πρωινά του χειμώνα


 Έχει περάσει καιρός απ' την τελευταία φορά που σου έγραψα. Το ξέρω... Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το πρόγραμμά μου είναι πια πολύ φορτωμένο και ότι δεν μου μένει χρόνος ούτε καν για κάτι τόσο απλό όσο αυτό αλλά σου έχω υποσχεθεί να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δεν σου γράφω γιατί δεν ξέρω αν έχω κάτι να σου πω. Δεν ξέρω αν θα σ' ενδιαφέρει η καθημερινότητά μου τώρα που εσύ λείπεις απ' αυτήν και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ούτε εμένα μ' ενδιαφέρει να μάθω για την δική σου καθημερινότητα, διακινδυνεύοντας ίσως ν' ανακαλύψω περισσότερα απ' όσα θα ήθελα. Απ' όσα θα μπορούσα να διαχειριστώ...!
 Και, όπως συμβαίνει συνήθως, αφορμή για το ότι απόψε σου γράφω στάθηκε κάτι μικρό, ασήμαντο και μάλλον ανόητο: το γεγονός ότι κατεβάσαμε τα χειμωνιάτικα απ' τις ντουλάπες! Μέσα στα ρούχα και τα παπλώματα κατεβάσαμε και την αγαπημένη σου κουβέρτα, εκείνη που βούταγες απ' το κρεβάτι μου για να τυλίγεσαι στον καναπέ όταν βλέπαμε ταινία και που έλεγες ότι σου θυμίζει την κουβέρτα που είχες στο παιδικό σου κρεβάτι (το πάλαι ποτέ). Εμένα πάλι, αυτή η κουβέρτα μου θυμίζει τα βράδια που ερχόσουν και ξάπλωνες δίπλα μου. Που έβαζες τα πόδια σου ανάμεσα στα δικά μου για να τα ζεστάνεις - κι ας ήταν τα δικά μου πόδια ακόμη πιο κρύα απ' τα δικά σου! Που τύλιγες τα χέρια σου γύρω απ' το σώμα μου και σκέπαζες κι εμένα με την κουβέρτα μου. Έτσι μας έπαιρνε ο ύπνος και έτσι ξυπνούσα το πρωί: συνήθως πιασμένος (γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν καθόλου άνετη στάση) αλλά ευτυχισμένος που σε είχα στην αγκαλιά μου. Και κάθε πρωί, όποιος απ' τους δυο μας κι αν ξυπνούσε πρώτος, θέλαμε και οι δύο να μείνουμε για λίγο ακόμη ξαπλωμένοι πριν ξεκινήσουμε την μέρα μας. "Πέντε λεπτά ακόμα" μου ψιθύριζες συνήθως όταν χτυπούσε το ξυπνητήρι και μ' έσφιγγες ακόμα πιο πολύ. Λες και θα πήγαινα πουθενά!!
 "Μ' αρέσει αυτή η εποχή", είπα στον αδερφό μου στρώνοντας το κρεβάτι μου. "Είναι η εποχή που μπορείς να τυλίγεσαι με την κουβέρτα και να διαβάζεις για ώρες!". "Ναι, αλλά είναι και η εποχή που δεν θες να ξετυλιχτείς του πρωί και να σηκωθείς απ' το κρεβάτι", μου απάντησε εκείνος και με προσγείωσε απότομα. Ξέρεις κάτι; Έχει άδικο. Τώρα πια, που δεν έχω εσένα ν' ακουμπάς πάνω μου όσο κοιμόμαστε τυλιγμένοι με την κουβέρτα μου, σηκώνομαι αμέσως μόλις χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τώρα πια, δεν έχω κανένα λόγο να μείνω στο κρεβάτι "πέντε λεπτά ακόμα"...

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Τέλος χρόνου!


 Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που σε είδα στον ύπνο μου. Πάνε μήνες σίγουρα. Και καλά καλά δεν θυμάμαι τι αφορούσε το τελευταίο εκείνο όνειρο στο οποίο είχες κάνει εμφάνιση. Γι' αυτό απόρησα διπλά όταν εχθές ήρθες να με "επισκεφτείς".
 Ήμουν, λέει, στο σπίτι προσπαθώντας να τακτοποιήσω μια βαλίτσα για να φύγω για "το άγνωστο, με βάρκα την ελπίδα" και θυμάμαι ότι ένιωθα πολύ αγχωμένος γιατί τα πράγματα που συμμάζευα με ψυχαναγκαστικό τρόπο μέσα στην βαλίτσα μου, βρίσκονταν, μυστηριωδώς, πίσω στις θέσεις τους μέσα στο σπίτι. Πάνω σε ράφια, μέσα σε συρτάρια, μέσα στο ντουλαπάκι του μπάνιου...Εγώ τα ξαναέπαιρνα από εκεί και τα έβαζα στην βαλίτσα μόνο και μόνο για να βρεθούν την επόμενη στιγμή εκεί απ' όπου τα είχα πάρει μόλις πριν λίγο. 
 Κοιτούσα το ρολόι, οι δείκτες του οποίου φαίνονταν να τρέχουν με διπλή ταχύτητα απ' το κανονικό, και ένιωθα να με κυριεύει πανικός (ξέρω τι θα πεις..."καθόλου πρωτότυπο") γιατί ένιωθα ότι δεν θα προλάβω. Τι ακριβώς, δεν μπορώ να σου πω. Ήταν περισσότερο η αίσθηση ότι έπρεπε να βιαστώ. Και εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι. Έτρεξα αλαφιασμένος ν' ανοίξω και σε είδα να στέκεσαι στο περβάζι της πόρτας μου. Σε καλημέρισα και σε ρώτησα τι ήθελες. "Να μιλήσουμε" μου απάντησες, σα να έλεγες το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. "Ρε συ, sorry, δεν έχω χρόνο. Πρέπει να φύγω" σου είπα εγώ, και σου έκλεισα την πόρτα κατάμουτρα με μια αγένεια που δεν νομίζω ότι θα επεδείκνυα ποτέ στην πραγματικότητα. Και τότε -ω του θαύματος!- τα πράγματά μου αποφάσισαν να μείνουν στην θέση που τα τοποθετούσα μέσα στην βαλίτσα μου και οι δείκτες του ρολογιού επιβράδυναν και κινούνταν πλέον με φυσιολογική ταχύτητα.
 Δεν θυμάμαι τι συνέβη μετά. Έφυγα τελικά; Πού πήγα; Πώς; Δεν ξέρω αν έχει και σημασία! Εδώ που τα λέμε, μπορεί και το όνειρο να μην έχει καμία σημασία. Σίγουρα είναι ένα μήνυμα απ' το υποσυνείδητό μου αλλά προσπαθώ να μην σκέφτομαι πολύ το τι μπορεί να σήμαινε για μένα. Για μας. Το σίγουρο είναι ότι, μ' εσένα έξω απ' την πόρτα, κατάφερα να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Τουλάχιστον στ' όνειρό μου!  

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Για μια σου λέξη ακόμη


 Αν θέλω να είμαι ειλικρινής και δίκαιος μαζί σου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν φταις εσύ για την αντιπάθεια που τρέφω για την σιωπή. Από μικρός ακόμη, θυμάμαι την μάνα μου να σταματάει να μου μιλάει ή να μου δίνει κοφτές, μονολεκτικές απαντήσεις όποτε είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου (για να με τιμωρήσει; για ν' ανακτήσει την ψυχραιμία της; ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να πω με σιγουριά...). Μεγαλώνοντας, αυτόν τον τρόπο επέλεγα κι εγώ για να τιμωρήσω οικογένεια και φίλους όποτε θύμωνα μαζί τους: σταματούσα να τους μιλώ, θεωρώντας ότι αυτή η αποχή από τον ομιλούντα λόγο ήταν η πιο περίτρανη ένδειξη ενός -σχεδόν- αδιαπραγμάτευτου αποκλεισμού από την αγάπη που τους έδειχνα μέχρι πρότινος.
 Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που δεν μπορώ να διαχειριστώ εύκολα τη σιωπή. Ο λόγος για τον οποίο μου προκαλεί συνήθως αμηχανία και μια εμμονική, σχεδόν, τάση να την σπάσω κάθε φορά ακόμη κι αν δεν έχω κάτι ουσιαστικό να πω. Μες στο μυαλό μου, η σιωπή είναι ταυτόσημη με την έννοια της τιμωρίας και πραγματικά σε μισούσα για εκείνες τις βασανιστικές, μακρόσυρτες σιωπές μετά από κάθε τσακωμό μας. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να με βρίσεις, να φωνάξεις, να σπάσεις πράγματα ή να φύγεις απ' το σπίτι βροντώντας πίσω σου την πόρτα "εις ένδειξιν διαμαρτυρίας", από αυτή την παθητική σου στάση που εγώ αναγκαζόμουν να την ερμηνεύω βάζοντας κάθε φορά τα χειρότερα με το μυαλό μου ή αναλαμβάνοντας ευθύνες που στην πραγματικότητα δεν μου αναλογούσαν μόνο και μόνο για να σε πείσω να διακόψεις αυτό το λεκτικό εμπάργκο που τόσο άκαρδα μου επέβαλες. 
 Και ενώ σου είχα πει πολλές φορές πώς νιώθω γι' αυτή σου την συμπεριφορά, εσύ, λες και το κάνεις επίτηδες, μ' αντιμετωπίζεις γι' άλλη μια φορά με τον ίδιο τρόπο: στερώντας μου την φωνή σου μαζί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επικοινωνίας. Δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου, δεν απαντάς στα μηνύματά μου και, γενικώς, φροντίζεις να μου δείξεις με κάθε τρόπο ότι δεν θες πια πολλές (εδώ που τα λέμε, ούτε καν λίγες...) κουβέντες μαζί μου.
 Σε είδα σήμερα μέσα απ' τ' αυτοκίνητο, στο φανάρι, να βγάζεις για μια στιγμή το κεφάλι σου απ' το παράθυρο του συνοδηγού πριν περάσετε με τον φίλο σου στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και για μια στιγμή πίστεψα ότι τα μάτια μου με γελούσαν επειδή τις τελευταίες μέρες σε σκέφτομαι τόσο έντονα. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήσουν όντως εσύ. Πώς θα μπορούσα να μην αναγνωρίσω το πρόσωπό σου; Στην τελική, δεν έχω και τόσο πολύ καιρό να το δω! Σου έστειλα αμέσως μήνυμα, εκλιπαρώντας ουσιαστικά για μια σου λέξη ακόμη η οποία όμως -τι έκπληξη!!- δεν ήρθε ποτέ... 

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα τσιγάρο στα δύο


 Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτούς τους ανθρώπους που, κάθε χρόνο, περιμένουν σαν τρελοί το καλοκαίρι. Αυτό περιλαμβάνει κι εσένα, αλλά προτίμησα να μην στο πω όταν, την πρώτη Ιουνίου, με πήρες τηλέφωνο για να μου πεις ότι "Ήρθε το καλοκαίρι!" και ότι θα έπρεπε να βγούμε και να πιούμε για να το γιορτάσουμε - ευκαιρία έψαχνες!
 Είχες σχολάσει από το μεσημέρι απ' την δουλειά οπότε μπορούσαμε να βρεθούμε από νωρίς τ' απόγευμα. Περπατήσαμε στην Πλάκα για ώρες και καταλήξαμε να βλέπουμε το ηλιοβασίλεμα στον Λυκαβηττό. Από εκεί και πέρα, δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο ότι πήγαμε "κάπου για ένα κρασί" και μετά "κάπου αλλού για ένα κρασί ακόμα" και ότι βρεθήκαμε τις...δεύτερες πρωινές ώρες -κάπου μεταξύ τεσσεράμιση με πέντε- καθισμένοι στα σκαλιά της πολυκατοικίας σου. Εγώ δηλαδή ήμουν καθισμένος γιατί εσύ είχες σχεδόν ξαπλώσει, ακουμπώντας την πλάτη σου στα σκαλοπάτια.
 Μιλούσαμε ελάχιστα. Κάτι το περασμένο της ώρας, κάτι τα ένα-δυο (λίτρα) κρασιά, μας έκαναν και τους δύο βραδύγλωσσους. Κάποια στιγμή, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό σου αλλά τραβήχτηκες απότομα. Φοβόσουν μη μας δει κάνας γείτονας. Στις πέντε το πρωί! Σε μια γειτονιά που φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα στη γωνία του δρόμου ! Εδώ εγώ, που καθόμουν ακριβώς δίπλα σου, και δυσκολευόμουν να διακρίνω τα χαρακτηριστικά σου... Παρ' όλ' αυτά, σεβάστηκα την επιθυμία σου και μαζεύτηκα.
 Έβγαλες από την τσέπη σου τον καπνό και έστριψες τσιγάρο. Το άναψες και, για μια στιγμή, το πρόσωπό σου φωτίστηκε! Σε κοιτούσα χωρίς καν ν' ανοιγοκλείνω τα μάτια προσπαθώντας να κρατήσω στη μνήμη μου την εικόνα του προσώπου σου, φωτισμένου από τον αναπτήρα. Με κάθε ρουφηξιά στο τσιγάρο, η καύτρα του σε φώτιζε για λίγο. Την κοιτούσα μαγεμένος και, νομίζω, δεν κατάλαβα ότι άπλωσα το χέρι και σου πήρα το τσιγάρο απ' τα χείλη μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι με κοίταζες με έκπληξη και ανυπόκριτη περιέργεια, περιμένοντας να δεις τι θα έκανα μετά.
 Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα μου -αυτή ήταν η πιο στενή επαφή που είχαν τα χείλη μας εκείνο το βράδυ- και, σαν έφηβος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους φίλους του, έκανα μια γερή τζούρα. Ένιωσα την πικρή γεύση του καπνού να μου καίει το στόμα και το κεφάλι μου να γυρίζει. Προσπάθησα πολύ για να μην αρχίσω να βήχω. Μάλλον το κατάλαβες, γιατί έβαλες τα γέλια. Στην αρχή εκνευρίστηκα μαζί σου, ένιωσα ότι με κοροϊδεύεις, αλλά τελικά ο ήχος του γέλιου σου με παρέσυρε κι άρχισα να γελάω κι εγώ.
 Συνεχίσαμε έτσι με το τσιγάρο - μια ρουφηξιά εσύ, μία εγώ- μέχρι που η καύτρα έφτασε στο φίλτρο. Το πέταξες στο πεζοδρόμιο και σηκώθηκες να το πατήσεις για να σβήσει.
 "Τι θα κάνεις τώρα;", με ρώτησες.
 "Λέω να γυρίσω σπίτι. Μέχρι να φτάσω στη στάση, θα έχουν ξεκινήσει τα λεωφορεία.", σου απάντησα εγώ.
 "ΟΚ! Πάω κι εγώ για ύπνο. Είμαι πτώμα!" μου είπες.
 Δεν μου πρότεινες ν' ανέβω στο σπίτι σου. Δεν στο ζήτησα κι εγώ. Σηκώθηκα, με τα χέρια στις τσέπες, μην τυχόν και μπω στον πειρασμό να σ' αγκαλιάσω. Χαιρετηθήκαμε, μπήκες στο σπίτι σου και δεν έφυγα μέχρι που τα πόδια σου εξαφανίστηκαν στις σκάλες. Μόνο τότε ξεκίνησα κι εγώ να κατευθύνομαι προς την στάση του λεωφορείου.
 Αυτές οι μικρές στιγμές, αυτό το τσιγάρο που μοιραστήκαμε κι αυτά τα γέλια στα σκαλοπάτια σου, είναι που μου λείπουν πιο πολύ, τώρα που δεν μιλάμε.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Scripta manent


 Αν κάποιος, υποθετικά, μου ζητούσε να φτιάξω μια λίστα με όλες σου τις αρετές, όλα σου τα προτερήματα, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά σου που με κέρδισαν, η αλήθεια είναι ότι το "ρομαντική ψυχή" μάλλον δεν θα φιγουράριζε ούτε καν στις τελευταίες θέσεις της λίστας. Δεν με πείραζε. Κάθε άλλο· έβρισκα πολύ γλυκό (και λίγο αστείο, για να είμαι ειλικρινής) τον τρόπο που μ' έπαιρνες τηλέφωνο, με ρωτούσες αν είμαι σπίτι και απλώς ανακοίνωνες ότι "ΟΚ, έρχεσαι". Χωρίς γλυκόλογα. Χωρίς περιστροφές. Χωρίς άσκοπες κουβέντες. Χωρίς καν να με ρωτήσεις αν ήθελα να σε δω. Το θεωρούσες δεδομένο μάλλον, και αυτό ακριβώς ήταν που μ' άρεσε.
 Έφτανες στην πόρτα μου, συνήθως με κάποιο γλυκό στα χέρια, που όμως φρόντιζες πάντα να μου διευκρινήσεις ότι το είχες φτιάξει στην δουλειά και σας είχε μείνει. Λες και δεν ήθελες να μου περάσει καν απ' το μυαλό η σκέψη ότι μπορεί να το είχες φτιάξει για μένα! Ούτε κι αυτό με πείραζε. Νομίζω ότι το συνήθισα γρήγορα! 
 Και εκεί που είχα αποδεχτεί το γεγονός ότι δεν γίνεται όλοι οι άνθρωποι να είμαστε ρομαντικοί και να εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας με τον ίδιο τρόπο, ήρθε εκείνο το πρωινό. Είχες κοιμηθεί σπίτι μου και, όπως κάθε φορά, είχες βάλει το ξυπνητήρι για να σηκωθείς και να πας στη δουλειά. Θυμάμαι ότι ξύπνησα κι εγώ και, όταν πήγες να σηκωθείς, σε τράβηξα απ' το χέρι παρακινώντας (παρακαλώντας;) σε να μείνεις λίγο ακόμα. Μου χαμογέλασες και ακούμπησες μαλακά το χέρι μου στο μαξιλάρι σου. Με ξαναπήρε ο ύπνος και ούτε που κατάλαβα πότε έφυγες. Ξύπνησα κάνα δίωρο μετά και, μπαίνοντας στην τουαλέτα, ήρθα "αντιμέτωπος" με μια μεγάλη έκπληξη! Κολλημένο πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου, ένα post-it με μια σύντομη φράση γραμμένη πάνω του. Πέντε λέξεις όλες κι όλες:

                                       "Αν μπορούσα, δεν θα έφευγα..." 

 Γραμμένο έτσι ακριβώς. Με τα μικρά σου γραμματάκια που είναι λες και δεν θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Και με "τρεις τελείες" (όπως έλεγες πάντα τ' αποσιωπητικά). Λες και υπήρχαν πολλά ακόμα να μου πεις που δεν μπορούσες να τα εκφράσεις ή δεν μπορούσες να τα χωρέσεις σ' ένα post-it. Το ξεκόλλησα απ' τον καθρέφτη, σημείωσα από πίσω την ημερομηνία και το φύλαξα (πόσο Καρκίνος;!). 
 Και κάπως έτσι, ξεκίνησε αυτό το παιχνιδάκι με τα χαρτάκια. Εγώ τα έβαζα κάπου μέσα στα πράγματά σου κι εσύ τα άφηνες σε μέρη στα οποία ήξερες ότι θα τα δω - αν και το χαρτάκι μέσα στο ψυγείο το θεώρησα πολύ "κρύο" - see what I did there?! Ήταν όλα σύντομα μηνύματα, μία-δύο προτάσεις το πολύ και σπάνια λέγαμε κάτι ουσιαστικό αλλά μου άρεσε το παιχνίδι μας. Ένιωθα ότι ήταν κάτι αποκλειστικά δικό μας! 
 Πρέπει να μάζεψα καμιά τριανταριά τέτοια χαρτάκια πριν από το τελευταίο χαρτάκι που μου άφησες. Είχες έρθει αποβραδίς στο σπίτι και φαινόταν ότι κάτι σ' έτρωγε. Δεν μιλούσες πολύ και, όταν το έκανες, απαντούσες μονολεκτικά. Σε πίεσα να μου πεις τι συμβαίνει και, με τα πολλά, μου αποκάλυψες ότι είχες διαβάσει κάποια πράγματα που έγραφα. Το πήρα στην πλάκα και προσπάθησα να σου εξηγήσω ότι δεν υπήρχε λόγος να τα παίρνεις τόσο σοβαρά και ότι ήταν απλά σκόρπιες σκέψεις, χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Φάνηκε να ηρεμείς κάπως και μπορέσαμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.
 Το πρωί, όπως πάντα, χτύπησε το ξυπνητήρι σου. Ξυπνήσαμε, σε αποχαιρέτισα και ξανακοιμήθηκα. Όταν σηκώθηκα μερικές ώρες αργότερα, βρήκα άλλο ένα post-it στο τραπέζι. Μία σύντομη φράση, όπως πάντα:

                "Δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω αυτό που θες. Λυπάμαι..."

 Γραμμένο έτσι ακριβώς. Με τρεις τελείες. Λες και ήθελες να συνειδητοποιήσω καλύτερα το τέλος.
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Ο άνθρωπος των 63 ετών


 "Ρε σεις, αυτοκτόνησε ο Robin Williams", είπε η Μυρτώ.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι έκανε λάθος στο όνομα και ότι,στην πραγματικότητα, ο αυτόχειρας ήταν ο Robbie Williams, ο γνωστός τραγουδιστής με το βεβαρημένο παρελθόν αλκοολισμού και χρήσης ναρκωτικών ουσιών.
 "Ναι, το είδα κι εγώ. Μάλλον είναι αλήθεια", απάντησε η Αγγελική.
Η δεύτερη σκέψη μου ήταν ότι δεν ήταν αλήθεια και ότι επρόκειτο για κάποια απ' τις ηλίθιες "πλάκες" που κυκλοφορούν κατά καιρούς στο Internet.
 "Είναι σίγουρα αλήθεια. Το έβγαλε και το CNN", μας ενημέρωσε η Μυρτώ, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια αμφιβολίας.
 Δεν μου είναι εύκολο να εξηγήσω γιατί η είδηση αυτή με συγκλόνισε τόσο. Σίγουρα ο Robin Williams είναι (ήταν...) ένας από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς, με ρόλους που με εντυπωσίασαν, με σημάδεψαν, με συγκίνησαν ή με έκαναν να γελάσω μέχρι δακρύων αλλά, νομίζω, το πιο συγκλονιστικό απ' όλα ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος, που πάντα θαύμαζα, αποφάσισε να τερματίσει ο ίδιος τη ζωή του, χάνοντας, τελικά την μάχη με την κατάθλιψη με την οποία πολεμούσε χρόνια.
 Δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας λέγοντας ότι, οι περισσότεροι μεγάλοι κωμικοί, είναι βαθύτατα καταθλιπτικοί τύποι που προσπαθούν, μέσα απ' την δουλειά τους, να εξορκίσουν τους δαίμονές τους. Ούτε θα το παίξω ψυχολόγος που, και καλά, καταλαβαίνω ξαφνικά τον τρόπο σκέψης ενός ανθρώπου που ποτέ δεν γνώρισα. Απλώς νομίζω ότι, υπό το πρίσμα της κατάθλιψης και της αυτοκτονίας του, βλέπω πλέον με διαφορετικό μάτι τη δουλειά του.
 Δεν θεωρώ τυχαίο το ταλέντο του στην μίμηση ή στις αστραπιαίες αλλαγές στην φωνή και την προφορά που ήταν τα σήματα κατατεθέντα του. Μου δίνουν πλέον την εικόνα ενός ανθρώπου που ένιωθε συνέχεια την ανάγκη ν' αλλάξει τον εαυτό του για να γίνει αγαπητός. Ακριβώς όπως ο Andrew Martin, το ρομπότ στον "Άνθρωπο των δύο αιώνων" που προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να γίνει κάτι που δεν ήταν στην πραγματικότητα μόνο και μόνο για να μπορέσει να ενταχθεί σε ένα σύνολο που ποτέ δεν θα τον αποδεχόταν. Η μόνη διαφορά, είναι ότι ο Robin Williams ένιωσε τόσο δυσβάσταχτο το βάρος αυτής της ατελέσφορης προσπάθειας που, στο τέλος, λύγισε και έσπασε.
 Υπήρξε πάντα ένα -ανασφαλές- παιδί που δυσκολευόταν να μεγαλώσει, που ήθελε μέσα από την δουλειά του να κερδίσει την αγάπη και την αποδοχή -που ίσως να είχε στερηθεί από τα άτομα που του την "όφειλαν". Και το κοινό του τον αγάπησε, χωρίς όμως να τον γνωρίσει ποτέ πραγματικά. Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που τον έκανε τελικά να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να καταθέσει τα όπλα...
 Θα ήθελα να αποφύγω τους συναισθηματισμούς και να μην γίνω μελοδραματικός στο κλείσιμο αυτής της ανάρτησης αλλά δεν μπορώ να μην πω πως ο κόσμος της 7ης τέχνης είναι από σήμερα πολύ πιο φτωχός, ότι η απώλεια που υπέστη δεν θα αναπληρωθεί. Και την απώλεια αυτή, την μοιραζόμαστε και όλοι εμείς που τον αγαπήσαμε μέσα απ' την δουλειά του, όλοι εμείς που σήμερα ενώνουμε τις φωνές μας για να αποχαιρετίσουμε τον Jack, τον Peter, το τζίνι...Τον Robin.


Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

All good things (come to an end)


 Εδώ και χρόνια προσπαθώ να εξηγήσω στους φίλους μου το "κόλλημά" μου με την κατασκήνωση που με κάνει, στα 26 μου πλέον (ας μην κρύβουμε χρόνια), να περιμένω πώς και πώς το καλοκαίρι μόνο και μόνο για να υποβάλλω τον εαυτό μου σε κάτι που οι ίδιοι βλέπουν ως "εκούσιο εγκλεισμό". Προσπαθώ να τους δώσω να καταλάβουν πόσο μαγικό είναι να περιβάλλεσαι από παιδιά κάθε ηλικίας και πόσες ανταμοιβές υπάρχουν στην συναναστροφή σου μ' αυτά, πόσο υπέροχο συναίσθημα είναι το να βρίσκεσαι σ' ένα χώρο περικυκλωμένος από φίλους και γνωστούς που, όσος καιρός και να έχει περάσει από την τελευταία φορά που ειδωθήκατε, μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα, γιατί πάντα υπάρχουν τόσα που σας ενώνουν. Δεν είμαι χαζός. Δεν πιστεύω ότι κάποιος ο οποίος δεν το βίωσε ο ίδιος, θα μπορέσει ποτέ να με καταλάβει -ακόμη και αν πειστεί από τα επίχειρήματά μου. 
 Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η σημερινή μου δημοσίευση δεν απευθύνεται σ' αυτούς τους φίλους μου. Απευθύνεται στους άλλους, σε εκείνους που αποχαιρέτισα σήμερα αλλά και εκείνους που δεν πρόλαβα να αποχαιρετίσω. Σε εκείνους τους λίγους, που δεν ήθελα καν να τους αποχαιρετίσω γιατί και μόνο η σκέψη ότι αύριο θα ξυπνήσω και δεν θα τους δω μου φαινόταν (και μου φαίνεται) απίστευτα οδυνηρή. Σε μεγάλους και παιδιά που, πενήντα μέρες τώρα, μου χάρισαν μοναδικές εμπειρίες, που μου πρόσφεραν πολλή περισσότερη αγάπη απ' ό,τι περίμενα (ή ήλπιζα) ότι θα λάβω. Δεν ξέρω αν κατάφερα ή αν θα καταφέρω ποτέ να τους το ανταποδώσω αλλά νιώθω την ανάγκη να τους πω ότι, χάρη σ' εκείνους, οι μέρες αυτές ήταν, για άλλη μια χρονιά υπέροχες.  
 Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα μου είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Η συγκίνηση του αποχωρισμού, η εικόνα μικρών και μεγάλων με δακρυσμένα μάτια και η σκέψη ότι θα χρειαστεί να περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος πριν μπορέσεις να ξαναδείς κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους από κοντά, είναι παραπάνω από αρκετές για να με κάνουν να κλαίω με λυγμούς αλλά, κάθε φορά, θυμάμαι την ατάκα ενός (κατασκηνωτικού) φίλου μου για τέτοιες περιστάσεις. Ο σοφός αυτός άνδρας λοιπόν, μου είπε ότι "αν την τελευταία μέρα ο κόσμος κλαίει επειδή δεν θέλει να φύγει, αυτό σημαίνει ότι κάτι, έγινε πολύ σωστά".
 Απ' ότι φαίνεται λοιπόν, "κάτι έγινε πολύ σωστά" και φέτος ...!

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Κολλημένος με την μπάλα (ΝΟΤ)!!


 Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό αναμονής, ξεκινάει το Mundial! Η "μεγαλύτερη γιορτή του ποδοσφαίρου"! Από την ώρα που ξύπνησα, μετρώ αντίστροφα τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα μέχρι να πάει 9 για ν' αρχίσω κι εγώ να χορεύω σε ρυθμούς samba μέσα στο σαλόνι μου! 
 Ίσως αυτό το γεγονός να προκαλέσει την εύλογη απορία των εντιμότατων φίλων μου αλλά και όλων όσοι γνωρίζουν την...αντιπάθειά μου για το ποδόσφαιρο (όσοι δηλαδή έχουν μιλήσει μαζί μου για παραπάνω από 5 λεπτά!). Εντάξει. Ίσως η λέξη "αντιπάθεια" να μην είναι η πιο εύστοχη επιλογή που έχω κάνει απ' το πρωί. Η αλήθεια είναι ότι το να επισκεφθώ τον οδοντίατρο για να μου αφαιρέσει με την μία και τους τέσσερις φρονιμίτες, μου φαίνεται πιο ελκυστικό ενδεχόμενο απ' το να παρακολουθήσω και τα 90 λεπτά ενός ποδοσφαιρικού αγώνα - χώρια οι καθυστερήσεις! Αν μη τι άλλο, στην περίπτωση του οδοντιάτρου, έχεις να περιμένεις την νάρκωση!!
 Ο βασικός λόγος για τον οποίο έχω φτάσει στο σημείο να περιμένω την πρεμιέρα του Mundial με την ίδια (αν όχι μεγαλύτερη) ανυπομονησία που κάθε χρόνο περιμένω τα Χριστούγεννα, είναι γιατί, αν μη τι άλλο, πλέον δεν θα είμαστε αναγκασμένοι να παρακολουθούμε ακόμη και στις ειδήσεις "το ταξίδι της εθνικής μας ομάδας προς την Βραζιλία"! Λες και παρακολουθούσαμε documantaire του Lonely Planet! Πού έμειναν οι διεθνείς το βράδυ; Πού έφαγαν; Γιατί αναβλήθηκε η αναχώρησή τους; Οι φίλαθλοι; Έφτασαν ή ταξιδεύουν ακόμη; Εκείνοι πού έμειναν το βράδυ; Πού έφαγαν; Από απόψε και μετά θα μπορούμε, τουλάχιστον, ν' ασχολούμαστε με τους αγώνες αντί για όλα τα συμπαρομαρτούντα που, στην τελική, απορώ αν αφορούν και κανέναν! 
 Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν απόψε και οι εκνευριστικές διαφημίσεις (που είναι λες και μεταλλάχθηκαν όλες και το concept τους έχει να κάνει μόνο με το ποδόσφαιρο) αλλά, αν μη τι άλλο, αυτές μπορώ και να μην τις βλέπω! Στην τελική, πλέον μπορούμε να σκεφτόμαστε όλοι μαζί εμείς οι φανατικοί φίλαθλοι ότι, "Mundial είναι, θα περάσει"
 Το μόνο σίγουρο, είναι ότι θα γιορτάσω κι εγώ την πρεμιέρα του Mundial με τον ίδιο τρόπο που θα την γιορτάσει ο μέσος Έλληνας φίλαθλος/οπαδός της Εθνικής: με πίτσα και μπύρα. Απλώς εγώ, λέω να κρατήσω την τηλεόραση μου κλειστή! 

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Από τη Βαρκελώνη, με αγάπη!


 Όσο κι αν προσπαθήσω, νομίζω δεν θα καταφέρω ποτέ να εξηγήσω γιατί ερωτεύτηκα αυτή την πόλη με την πρώτη ματιά -ακριβώς όπως δεν θα μπορέσω ποτέ να εξηγήσω γιατί ερωτεύτηκα εσένα με την πρώτη ματιά. Γι' αυτό λέω να μην το προσπαθήσω καν. Ούτως ή άλλως, δεν είναι αυτός ο λόγος που (σου) γράφω απόψε. Απλώς θέλω να ξέρεις πως, εξαιτίας σου, όποτε ακούω το όνομα αυτής της πόλης, όποτε βλέπω φωτογραφίες της, θυμάμαι εσένα και εκείνο το απόγευμα.
 Είχα έρθει να σε βρω μετά από μία συνέντευξη για δουλειά στην πρεσβεία της Αργεντινής που δεν είχε πάει πολύ καλά. Μου είχες στείλει απ' το πρωί μήνυμα για να μου ευχηθείς "καλή επιτυχία" και η αλήθεια είναι ότι βγαίνοντας απ' το κτίριο της πρεσβείας στην Βασιλίσσης Σοφίας, ήσουν το πρώτο άτομο που πήρα τηλέφωνο. Μου είπες να έρθω απ' το σπίτι για καφέ και νομίζω ότι έφτασα σπίτι σου γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά. Είχα απόλυτη ανάγκη να σε δω...
 Αφού άκουσες σιωπηλά (και με αξιοθαύμαστη υπομονή) το χρονικό μιας παταγώδους αποτυχίας, προσπάθησες να με παρηγορήσεις λέγοντάς μου ότι εσένα δεν σου ακούγονταν τα πράγματα τόσο άσχημα και ότι, απλώς, ήμουν υπερβολικός "όπως πάντα"-όπως φρόντισες να προσθέσεις. Μου υπενθύμισες ότι η ζωή έχει το λόγο της για όσα κάνει και ότι πρέπει να της έχω εμπιστοσύνη γιατί καμιά φορά έχει μεγαλύτερη φαντασία από εμένα. Αν μου τα έλεγε άλλος αυτά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα είχα αντιδράσει διαφορετικά. Θα είχα ίσως ειρωνευτεί το πόσο κοινότοπα ακούγονταν και πόσο μου θυμίζουν αυτό το "παρηγοριά στον άρρωστο". Σε σένα όμως δεν είπα τίποτα απ' αυτά - κι ας μου πέρασαν στιγμιαία απ' το μυαλό. Κι ας ήξερα ότι το κατάλαβες ότι τα σκεφτόμουν. Ήξερα επίσης ότι το μόνο που ήθελες ήταν να με κάνεις να νιώσω καλύτερα και στάθηκα σ' αυτό. Και το εκτίμησα περισσότερο απ' όσο μπορώ να σου περιγράψω.
 "Στην τελική" μου είπες "απλώς θα δούλευες στην πρεσβεία τους στην Ελλάδα, δεν είναι ότι θα σ' έστελναν στην Αργεντινή". Όντας φύσει περιπετειώδης, θεωρούσες ότι το να με στείλουν στην Αργεντινή ήταν το ιδανικό σενάριο...! Σου εξήγησα ότι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που ήθελα αυτή την δουλειά και ότι, αν επρόκειτο να με στείλουν στην Αργεντινή, μπορεί να το σκεφτόμουν πολύ περισσότερο πριν πάω στην συνέντευξη. Απόρησες κι εγώ σου είπα την φράση-κλειδί: "Εντάξει, το Μπουένος Άιρες δεν είναι και Βαρκελώνη".  
 Ούτε που μπορούσα να φανταστώ πώς θα εξελισσόταν η κουβέντα από εκεί και πέρα! Κατ' αρχάς, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν είχαν λατρέψει αυτή την πόλη. Κατά δεύτερον, δεν θα τολμούσα ποτέ να σκεφτώ ότι εσύ μπορεί να συγκαταλέγεσαι μεταξύ αυτών των ανθρώπων. Και κάπως έτσι, βρεθήκαμε να τσακωνόμαστε για το κατά πόσο η Βαρκελώνη ήταν η πόλη των ονείρων μου και για το πόσο ήταν, εν γένει, ονειρική πόλη. Όταν, δε, μου είπες ότι η Βαρκελώνη είναι ότι είναι σήμερα μόνο και μόνο γιατί κάποια στιγμή φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς (αγώνες, όχι φιλάθλους), νομίζω ότι το ποτήρι ξεχείλισε και άρχισα τον μονόλογο του τρελού για το πόσο υπέροχη πόλη είναι, τι ιστορία έχει, πόσο μαγευτική είναι η αρχιτεκτονική της και πόσ...
 "Πωωωω, σταμάτα να μιλάς,σ' αγαπώ!"
Έτσι μου το είπες. Όλο μαζί, με μια ανάσα. Και συνηρημένα. Δεν ήμουν καν σίγουρος αν το είχα ακούσει ή όχι. Δεν μου το είχες ξαναπεί μέχρι τότε. Και δεν ήμουν σίγουρος αν το εννοούσες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, μου ακούστηκα σαν ένα "ok, μ' έπεισες, φτάνει".
 Όπως και να χει πάντως, πέτυχες τον στόχο σου. Σταμάτησα αμέσως να μιλάω!
 "Ξέρεις..." σου είπα, αποφεύγοντας να σε κοιτάξω "δεν είναι ωραίο να το λες αν δεν το νιώθεις"
Γύρισες με το χέρι σου το πρόσωπό μου έτσι ώστε να σε κοιτάζω θέλοντας και μη και μου απάντησες:
 "Ευτυχώς και για τους δυο μας, λοιπόν, που το νιώθω"  

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Bedtime story


 Μπορεί η νύχτα να έχει πέσει εδώ και ώρες (και τα μεσάνυχτα να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί), όμως το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου σου στον πρώτο, αφήνει το φως από το δρόμο να μπαίνει, φωτίζοντας αρκετά για να μπορώ να σε βλέπω χωρίς να μ' ενοχλεί. Είναι μια γλυκιά νύχτα -ο αέρας μόλις που κουνάει τις τραβηγμένες κουρτίνες- εσύ όμως τυλίγεις με το σεντόνι το γυμνό κορμί σου. Η πλάτη σου ακουμπάει στο στήθος μου, τα πόδια σου είναι ανάμεσα στα δικά μου και το δεξί μου χέρι, με τα δάχτυλά μου μπερδεμένα με τα δικά σου, βρίσκεται γύρω απ' την μέση σου. Νιώθω την κοιλιά σου ν' ανεβοκατεβαίνει με κάθε σου αναπνοή και θα έπαιρνα όρκο ότι σε έχει πάρει ο ύπνος... Ξαφνικά, σε νιώθω ν' ανατριχιάζεις!
  "Δεν κοιμάσαι;", σε ρωτάω παραξενεμένος.
 "Πολύ θα το ήθελα αλλά δεν μ' αφήνεις!" μου απαντάς, τάχα εκνευρισμένα αλλά εγώ διακρίνω στην φωνή σου τον παιχνιδιάρικο τόνο που λατρεύω "Αναπνέεις πάνω στον αυχένα μου και με γαργαλάς".
  "Συγγνώμη!" σου λέω με ειλικρινή μεταμέλεια "Δεν το κάνω επίτηδες!" και σε φιλάω στο λαιμό.
 "Άσε με, δε θέλω" μου λες ναζιάρικα, κάνοντάς με να σε σφίξω πιο δυνατά πάνω μου και να σου χαρίσω ακόμα ένα φιλί.
 "Ξέρω τι θα κάνω για να εξιλεωθώ! Θα σου πω ένα παραμύθι για να σε ξαναπάρει ο ύπνος!" αποφασίζω εγώ και ο ενθουσιασμός μου δεν κρύβεται (όχι ότι κάνω και καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να τον κρύψω...)!
 Δεν μπορείς να κρατηθείς. Βάζεις τα γέλια με την δήλωσή μου, αλλά ξέρω ότι είναι καλοπροαίρετα. Ξέρω ότι δεν με κοροϊδεύεις, απλώς σε διασκεδάζει η "σοβαρότητα" με την οποία αντιμετωπίζω πάντα κάτι τέτοιες καταστάσεις.
 "Για να σ' ακούσω! Και φρόντισε να είναι καλό το παραμύθι" μου πετάς και, αν και δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου, είμαι σίγουρος ότι μπορώ να φανταστώ πολύ καθαρά τον μορφασμό που συνοδεύει αυτή σου την απαίτηση.
 "Πριν πολλά χρόνια, σε έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά..." κάνω να ξεκινήσω αλλά δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω ούτε καν την πρώτη μου πρόταση και με διακόπτεις.
  "Αυτό δεν είναι παραμύθι! Αυτό είναι η υπόθεση του Star Wars" μου λες, και αυτή τη φορά δεν είμαι σίγουρος αν ο εκνευρισμός στη φωνή σου είναι τόσο προσποιητός.
 "Σουτ! Μη με διακόπτεις! " κάνω κι εγώ, μ' έναν τόνο που δείχνει ότι, αν ήμουν όρθιος και τα χέρια μου ήταν ελεύθερα, θα σου κουνούσα αυστηρά το δάχτυλο. "Πριν πολλά χρόνια, λοιπόν, σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά, ζούσε ένας πρίγκιπας που ήταν ευλογημένος απ' τις μοίρες με όλες τις αρετές αλλά που, παρ' όλ' αυτά, δεν είχε καταφέρει ποτέ να ερωτευτεί. Τόσο πολύ τον στεναχωρούσε αυτό το θέμα που, μια μέρα, αρρώστησε βαριά και όλοι οι γιατροί που τον εξέτασαν είπαν ότι μόνο η αληθινή αγάπη θα μπορούσε να τον θεραπεύσει..."
 "Οι εξωγήινοι πότε εμφανίζοντα;" με διέκοψες για δεύτερη φορά.
 "Ποιος μίλησε για εξωγήινους;" σε ρώτησα εγώ με ανυπόκριτη απορία.
 "Αν δεν εμφανίζονται πουθενά εξωγήινοι, ποιος ο λόγος να διαδραματίζεται η ιστορία σε "έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά"; Αν είναι ένα στοιχείο που δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην πλοκή, είναι περιττό!" μου λες εσύ με ένα εξυπνακίστικο στυλάκι που μ' εκνευρίζει πολύ. Κυρίως γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν έχεις άδικο.
 "Καλά, εντάξει. Μου την κατέστρεψες την ιστορία...Δεν συνεχίζω!" σου απαντάω, προσπαθώντας να περισώσω τα τελευταία ψήγματα αξιοπρέπειας που μου έχουν απομείνει.
 "Έλα βρε μωρό μου", ξεκινάς για να με καλοπιάσεις, "σίγουρα επίτηδες το έκανες τόσο χάλια το παραμύθι για να βαρεθώ και να με πάρει αμέσως ο ύπνος"
Δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω: τις τόσο υψηλές σου προσδοκίες από εμένα, την αυστηρότητά σου στην κριτική του παραμυθιού μου ή αυτό το "μωρό μου" που σου βγήκε τόσο αβίαστα...; Δεν προλαβαίνω να σχολιάσω τίποτα όπως και να χει! Κουλουριάζεσαι στην αγκαλιά μου, με φιλάς και με καληνυχτίζεις. Κι εγώ, απομένω να σε κρατάω σφιχτά φοβούμενος, όχι μήπως σε ξυπνήσω πάλι αλλά μήπως, αν σε κρατήσω πιο απαλά, γλιστρήσεις απ' τα χέρια μου μες στη νύχτα και ξυπνήσω μόνος. 

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Περί εγκλημάτων και...πεινών


Ο Μάιος μας έφτασε·
εμπρός! Βήμα ταχύ!
Να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.

 Δεν είμαι σίγουρος πόσων χρονών ήμουν όταν πρωτοάκουσα το παραπάνω τετράστιχο. Δεν είμαι καν σίγουρος αν μου το είχε πει η γιαγιά μου (σοφή γυναίκα!) ή κάποια δασκάλα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι αποφάσισα να πάρω στα σοβαρά την παραίνεση και, παρακινούμενος και από τον καλό καιρό, να πάω σε μια παραλία και να "πιάσω τον Μάη". Που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή!
 Φτάνω στην παραλία και βλέπω λίγο περισσότερο κόσμο απ' όσο περίμενα δεδομένου ότι "Μάιος είναι ακόμα, ποιος θα πάει τόσο νωρίς για το πρώτο του μπάνιο;". Και βλέπω διάφορους πιτσιρικάδες να κυκλοφορούν επιδεικνύοντας ασύστολα (σα δεν ντρέπονται, πραγματικά!) το σώμα που "έχτιζαν" όλο το χειμώνα στα γυμναστήρια. "Μικροί είναι", σκέφτομαι, "Τους βοηθάει και ο μεταβολισμός τους...". Και περνάει από μπροστά μου κυριούλης στην ηλικία του πατέρα μου, με αντίστοιχη σωματική διάπλαση. Νιώθω να μου τελειώνουν οι δικαιολογίες! "Εγώ έχω ακόμα πάνω μου τα κιλά των διακοπών (των προπέρσινων Χριστουγέννων...)" λέω με το νου μου, προσπαθώντας να παρηγορηθώ. "Θα τα χάσω και θα είμαι μια χαρά".
 Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να κάνω μία παρένθεση (όχι σαν αυτές που έχω γεμίσει το κείμενο ως τώρα, μια μεταφορική) και να πω ότι στα εφηβικά μου χρόνια, όταν πρωτοάκουσα για την ανορεξία, ήμουν πεπεισμένος ότι είμαι ανορεξικός. Πώς αλλιώς δικαιολογείται το γεγονός ότι κοίταζα στον καθρέφτη και έβλεπα έναν χοντρό; Ήμουν μάλιστα τόσο σίγουρος για την κατάστασή μου, που αποφάσισα ν' απευθυνθώ σε ειδικό για να με βοηθήσει. Πηγαίνω λοιπόν στο γραφείο του γιατρού, του περιγράφω το τι μου συμβαίνει και εκείνος αρχίζει να βήχει προσπαθώντας να καλύψει τα γέλια του. Με ανεβάζει πάνω σε μια ζυγαριά, μου επισημαίνει ότι τα κιλά μου είναι λίγο λιγότερα από τον βασικό μισθό (τον τότε, τον τώρα παίζει να τον ξεπερνούσαν) και μου λέει ότι το μόνο που χρειάζομαι είναι ένας συνδυασμός σωστής διατροφής και άσκησης. "Μείωσε τις ποσότητες που τρως για αρχή και σύντομα θα δεις διαφορά." Ένιωσα τη Γη να χάνεται κάτω απ' τα πόδια μου! "Μα γιατρέ μου" του λέω "δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Θα μένει το φαγητό και θ' αναγκαζόμαστε να το πετάμε. Σκεφτείτε τα παιδάκια στην Αφρική που πεινάνε (και όχι, όπως θέλουν οι κακές οι γλώσσες, επειδή τους τρώω εγώ όλο το φαΐ...)!". Πήρε ένα αυστηρό ύφος και με ενημέρωσε ότι, σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσα άνετα να μείνω "ανορεξικός" για την υπόλοιπη  ζωή μου. Έφυγα από το γραφείο του συντετριμμένος (είμαι φύσει drama...king. Συντρίβομαι εύκολα!) αποφασισμένος να κάνω δίαιτα.
 Έτσι ακριβώς έφυγα και από την παραλία!! Αλλά θες ν' αγιάσεις και δεν σ' αφήνουν! Στον δρόμο για το σπίτι, βλέπω ότι κάποιος ασυνείδητος αποφάσισε ν' ανοίξει "Βενέτη" στο κέντρο του Πειραιά και ανοίγοντας τον υπολογιστή το πρώτο που βλέπω είναι ότι η ζαχαροπλάστρια φίλη μου επέλεξε αυτή τη χρονική στιγμή για να φτιάξει site στο οποίο διαφημίζει τα (let's face it) υπέροχα γλυκά της. Την πήρα τηλέφωνο για να περάσω απ' το σπίτι της για "καφέ". Από Δευτέρα η δίαιτα...


Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Έρωτας: δήγμα δωρέαν


 Μυστήριο πράγμα ο έρωτας. Ακατανόητο. Πόσα δεν έχουν γραφτεί γι' αυτόν ανά τους αιώνες από συγγραφείς και ποιητές που προσπαθούν να χωρέσουν σε λέξεις το μέγεθος αυτού του συναισθήματος; Που προσπαθούν να μας εξηγήσουν τι είναι, τέλος πάντων, αυτό το συναίσθημα που, όπως τα χρήματα, φαίνεται πως κάνει τον κόσμο να γυρίζει -αν και, ομολογουμένως, με τελείως διαφορετικό τρόπο...! 
 Αν ψάξεις στο λεξικό, πληροφορείσαι πως έρωτας, είναι το "έντονο συναίσθημα έλξης και επιθυμίας μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται και από πόθο για σεξουαλική επαφή". Πόσο οικτρά αποτυγχάνει αυτή η ερμηνεία να προσεγγίσει την πραγματικότητα;! Από την άλλη, εξίσου αποτυχημένη θα ήταν, νομίζω, οποιαδήποτε προσπάθεια. Είναι σαν να προσπαθείς να περιγράψεις την γεύση της κανέλας σε κάποιον που δεν την δοκίμασε ποτέ: όσο γλαφυρή και αν είναι η περιγραφή της γεύσης, ποτέ δεν θα την καταλάβει αν δεν την δοκιμάσει ο ίδιος. Και με την κανέλα, τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα αφού, καλώς η κακώς, η γεύση της είναι μία. Τον έρωτα, τον βιώνει τελείως διαφορετικά ο καθένας εξ ημών, οπότε οι περιγραφές θα ποικίλουν αντίστοιχα.
 Και πραγματικά, πώς να εξηγήσω σε κάποιον τον τρόπο που τα χέρια μου ιδρώνουν μες στις τσέπες μου, τα λίγα εκείνα λεπτά πριν σε συναντήσω; Ή την ταχυκαρδία που με πιάνει όταν τα βλέμματά μας συναντιούνται τυχαία μέσα στο πλήθος, λίγο πριν με πλησιάσεις; Πώς θα μπορούσα να περιγράψω την μυρωδιά στο λαιμό σου τα πρωινά που ξυπνάς στην αγκαλιά μου ή τον ήχο της φωνής σου όταν σηκώνεις το τηλέφωνο και μου λες εκείνο το "Έλα μου" που κάνει τα πόδια μου να τρέμουν και με κάνει κάθε φορά να εύχομαι να μπορούσα να διακτινιστώ για να "σου έρθω", όντως. Και για τον τρόπο που μου σφίγγεις το χέρι, μπλέκοντας τα δάχτυλά σου με τα δικά μου, τι να πω; Θα μπορούσε, άραγε, να με καταλάβει κανείς αν του έλεγα ότι όλα τα ερωτικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ, μιλούν για εσένα και ότι δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει μέχρι που σε γνώρισα; Κι αν κάποιος με ρωτούσε πώς το έπαθα αυτό το πράγμα, θα είχα να του δώσω μια λογική απάντηση ή απλώς θα σήκωνα τους ώμους απορώντας κι εγώ ο ίδιος και μην ξέροντας ποια στιγμή ακριβώς ξεκίνησε το "κακό";
 Όχι, δεν θα μπορούσα να τα εξηγήσω όλα αυτά σε κανέναν και ούτε κανείς θα με καταλάβαινε. Εδώ, καλά καλά, δεν μπορώ να τα εξηγήσω σε σένα και καταλήγω απλώς να χαμογελάω σαν χαζός όλη την ώρα όταν βρίσκομαι μαζί σου- λες και έχω πάρει υπερβολική δόση ηρεμιστικών!! Γι' αυτό και, σε αντίθεση με τους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές (και στιχουργούς...!), εγώ δεν θα προσπαθήσω καν...
 Μυστήριο πράγμα ο έρωτας. Ακατανόητο. Και ακατανίκητο.

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Δώρο γενεθλίων‏


  Σήμερα γεννήθηκες! Εντάξει... Όχι ακριβώς σήμερα. Σαν σήμερα. Πριν χρόνια. Πολλά. Δηλαδή...όχι και τόσα. 20κάτι. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα...* Τέλος πάντων, δεν είναι και τόσα πολλά αλλά δεν τα λες και λίγα. Το σίγουρο είναι ότι σήμερα είναι η μέρα σου, απ' την στιγμή που ο λεπτοδείκτης διέβη το κατώφλι των 12 και 1'.
 Και για μένα, είναι η πιο δύσκολη μέρα του χρόνου. Είναι εκείνη η μέρα που, θέλοντας και μη, σε σκέφτομαι συνέχεια. Σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να μιλούσαμε ακόμα για να σε πάρω ένα τηλέφωνο και να σου ευχηθώ αντί να κάθομαι να γράφω ένα κείμενο που -είμαι σχεδόν σίγουρος- ποτέ δεν θα διαβάσεις.
 Πάνω στο γραφείο μου έχω ακόμα το δώρο σου. Ένα βιβλίο. Στο είχα αγοράσει μήνες πριν τα γενέθλιά σου, σε μια έξαρση ενθουσιασμού (απ' αυτές που,σε αντίθεση με σένα, συνήθιζα να καταπνίγω), μόνο και μόνο γιατί το βρήκα μπροστά μου, αλλά ποτέ δεν στο έδωσα. Εδώ που τα λέμε, δεν θα στο έδινα ακριβώς. Θα ένιωθα πολύ αμήχανα κάνοντάς σου ένα δώρο για τα γενέθλιά σου και, νομίζω, το ίδιο θα ένιωθες κι εσύ. Θα χαμήλωνες το βλέμμα όπως έκανες πάντα όταν ντρεπόσουν...Είχα σκοπό να στο βάλω κρυφά στην τσάντα κάποια στιγμή μαζί με μια κάρτα και να σ' αφήσω να τ' ανακαλύψεις και τα δύο αργότερα, όταν δεν θα ήμουν παρών. Όπως καταλαβαίνεις, δεν το έκανα. Με πρόλαβαν τα γεγονότα...
 Το θέμα είναι ότι αυτό το δώρο έμεινε εκεί. Δεν μπορούσα φυσικά να το επιστρέψω ούτε όμως να το δώσω κάπου αλλού. Ήταν για σένα. Δικό σου. Όσο το είχα εκεί πάνω, όσο το έβλεπα, ένιωθα ότι υπήρχε ακόμα κάτι να μας συνδέει. Μια "ανειλημμένη υποχρέωση". Ένας ανοιχτός λογαριασμός που, κάποια στιγμή, εκ των πραγμάτων, θα έπρεπε να κλείσει. Τώρα, βλέπω αυτό το βιβλίο και συνειδητοποιώ πόσο λάθος δώρο ήταν. Μια ποιητική συλλογή του Prevért; Σκέφτηκα τότε ότι θα ενθουσιαζόσουν με την ποίηση του, σκεπτόμενος την αγάπη σου για τα Γαλλικά ξεχνώντας όμως την απέχθειά σου στον λυρισμό της ποίησης! Μάλλον στο πήρα με την ελπίδα να θυμάσαι ότι είναι απ' τους αγαπημένους μου και ότι θα με σκέφτεσαι διαβάζοντάς το. Και ναι, έχω πλήρη επίγνωση για το πόσο εγωιστικό ακούγεται αυτό.
 Τώρα πια νομίζω ότι το ξέρω, ότι το έχω πάρει απόφαση· το δώρο σου θα μείνει για πάντα πάνω στο γραφείο μου!
 Για τα φετινά σου γενέθλια λοιπόν,δεν έχω δώρο. Σου εύχομαι απλώς μακροημέρευση και ευημερία (θα μπορούσα να πω απλώς "χρόνια πολλά και ευτυχισμένα" αλλά προτιμώ να χρησιμοποιήσω τους βερμπαλιστικούς τύπους μου, που αγαπούσες να μισείς). Να σαι καλά, όπου κι αν είσαι. 

*φυσικά και θυμάμαι ακριβώς πόσα

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Απειρόκαλες εκδηλώσεις λατρείας!


 Είπα σήμερα να βάλω (άνω) τελεία στην ερωτοχτυπημένη κλάψα που συνήθως με χαρακτηρίζει και να ασχοληθώ με ένα κοινωνικό θέμα που, πιστεύω, μας ταλανίζει όλους. Κάτι σαν την ανεργία των νέων δηλαδή αλλά πολύ, πολύ χειρότερο.
 Κατ' αρχάς, νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω (όχι για να το παίξω έξυπνος αλλά...εντάξει, για  να το παίξω έξυπνος...) ότι το "απειρόκαλος" δεν έχει καμία σχέση με το "απείρου κάλλους". Για την ακρίβεια, οι δύο έννοιες απέχουν μεταξύ τους περίπου όσο απέχει το "σανδάλι με κάλτσα" από το "στυλ". Χιλιόμετρα δηλαδή. "Απειρόκαλος", είναι ο άπειρος κάλλους, ο ακαλαίσθητος σα να λέμε! Σαν τις υπερβολικές διαχυτικότητες σε δημόσιους χώρους (βλέπετε τι όμορφα περνάμε απ' το σύντομο μάθημα Έκθεσης, στο βασικό θέμα μας;)!
 Αφορμή για την σημερινή, φαινομενικά αδικαιολόγητη, έκρηξή μου, στάθηκε...η αλλαγή της ώρας. Που σηματοδοτεί την αρχή της σεζόν "άνοιξη-καλοκαίρι 2014". Που, με την σειρά της, σημαίνει ότι τα απανταχού ζευγαράκια ξεπηδάνε από παντού σαν τα μανιτάρια ή τα σαλιγκάρια μετά την βροχή. Και καλά κάνουν και ξεπηδάνε. Και καλά κάνουν και είναι και ζευγαράκια. Το θέμα είναι, εμείς τι φταίμε;!;!
 Κάθομαι αμέριμνος στην στάση, περιμένοντας το λεωφορείο και δίπλα μου ακριβώς, κάθεται ζευγάρι με μέσο όρο ηλικίας τα 33 (αυτός φαίνεται γύρω στα 25, αυτή πατημένα 40)*. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι δύο  τους νιώθουν την ανάγκη να εκδηλώσουν επί τόπου ο ένας την αγάπη του για τον άλλο με αγκαλιές και φιλιά βγάζοντας ήχους που θα έκαναν  τον Φον Τρίερ να θέλει να τους τραβήξει για να τους προσθέσει στις κομμένες σκηνές του Nymphomaniac. Κι εγώ δίπλα να νιώθω κάπως...αμήχανα. Να μετράω τα κόκκινα αυτοκίνητα που περνάνε. Και τα λεπτά. Που δεν περνάνε! Και να αναρωτιέμαι αν το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής έχει σκοπό, μετά τα στοματικά, να ανταλλάξει και άλλα σωματικά υγρά. Ευτυχώς, οι προσευχές μου εισακούστηκαν και ήρθε το λεωφορείο να με σώσει! Έκατσα όσο πιο μακριά τους γινόταν και παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του κόσμου γύρω τους μέχρι την στιγμή που κατέβηκα.
 Το ξέρω ότι ίσως ν' ακούγομαι πουριτανός, αλλά ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτή την ναρκισσιστική νοοτροπία που οδηγεί δύο ανθρώπους στο να εκδηλώνουν με τέτοιο τρόπο τον "έρωτά" τους (που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μπορεί να μην υπάρχει καν και όλο αυτό να γίνεται για τα μάτια του κόσμου -κυριολεκτικά), που να μετατρέπει τους πάντες γύρω σε ακούσιους ηδονοβλεψίες. Πρόσφατα, έτυχε να είμαι μπροστά, όταν σερβιτόρα σε αθηναϊκό καφέ (η δημοσίευση δεν  περιέχει τοποθέτηση προϊόντος), ζήτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε από αντίστοιχο ζευγάρι πρόσω ολοταχώς για την δημιουργία οικογένειας, να είναι πιο κόσμιοι. Προσωπικά, βρήκα την συμπεριφορά της πολύ λεπτή (εγώ θα είχα ρωτήσει το ζευγάρι αν χρειάζεται κάτι άλλο: έναν καφέ; λίγη ζάχαρη; κάνα προφυλακτικό;) αλλά εκείνοι ενοχλήθηκαν, πλήρωσαν και έφυγαν! Το λες και θράσος!
 Δεν νομίζω ότι θέλω να καταλήξω κάπου με αυτόν τον βραχυλογικό συλλογισμό. Δεν έχω κάποια βιώσιμη πρόταση να καταθέσω (ο εγκλεισμός, που θα πρότεινα υπό άλλες συνθήκες, μου φαίνεται κάπως ακραίος) ούτε και τρέφω φρούδες ελπίδες ότι δεν θα ξαναδώ ανθρώπους κάθε ηλικίας να ασχημονούν. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να απευθύνω μια έκκληση προς τους απανταχού ερωτευμένους εκεί έξω: λυπηθείτε μας εμάς τους άμοιρους που κυκλοφορούμε ανάμεσά σας!!!

*Την ηλικία δεν την αναφέρω τυχαία. Το κάνω γιατί την παρακάτω συμπεριφορά θα μπορούσα να την δικαιολογήσω σε παιδιά γυμνασίου αλλά μου φαίνεται ακατανόητη από δύο ενήλικα, σκεπτόμενα (θεωρητικά) άτομα. 

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Φιλοσοφικός στοχασμός περί ύπαρξης και ανυπαρξίας


 Πιασάρικος τίτλος, ε; Βαρύγδουπος! Δημιουργεί, όσο να πεις, προσδοκίες στον αναγνώστη! Τις οποίες σπεύδω να διαψεύσω δηλώνοντας ότι ο τίτλος θα μπορούσε να είναι και "περί ανέμων και υδάτων" ή ακόμη και "περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα" (αν δεν φοβόμουν τα κακεντρεχή σχόλια περί πεινασμένων και καρβελιών), χωρίς αυτό να επηρεάσει ιδιαίτερα τα όσα θα ακολουθήσουν!
 Αφορμή για το ότι σου γράφω σήμερα, στάθηκε ένα περιστατικό που συνέβη σχετικά πρόσφατα και που, έστω και έμμεσα, σε αφορά. Ένας φίλος με ρώτησε αν "αυτή η ύπαρξη, στην οποία έχω τόσο καταφανώς αδυναμία και για την οποία γράφω όσα γράφω, υπάρχει". Αν και, ίσως, το να μην υπήρχες, το να ήσουν αποκύημα της φαντασίας μου, θα αύξανε την συγγραφική αξία των όσων γράφω, παραδέχτηκα πως "ναι, υπάρχει". 
 Αυτή του η ερώτηση όμως, δεν σου κρύβω, με έβαλε σε σκέψεις. Υπάρχεις πραγματικά; Θέλω να πω... Ζούμε ακόμα στην ίδια πόλη, έτσι δεν είναι; Κι όμως, δεν σε βλέπω πια! Και δεν είναι ότι δεν το προσπαθώ! Επισκέπτομαι, εναλλάξ, πολλά απ' τα παλιά μας "στέκια" με την ελπίδα να σε πετύχω κάποια στιγμή (δήθεν) τυχαία. Σου είχα πει κάποτε ότι την επόμενη συνάντησή μας δεν θα την κανονίζαμε, ότι θα την αφήναμε στα χέρια της τύχης. Είχες γελάσει τότε θυμάμαι (μ' αυτό το γέλιο σου που πάντα με γέμιζε χαρά και μ' έκανε κι εμένα να θέλω να γελάσω...) και μου είχες πει ότι "τώρα σώθηκα", ότι "η τύχη δεν ήταν ποτέ με το μέρος σου" και ότι αν περίμενα απ' την μοίρα να μας ξαναφέρει κοντά, μπορεί να περνούσαν μήνες...
 Αυτή τη στιχομυθία, τη σκέφτομαι πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό που σε αναζητώ μες στην Αθήνα. Το κάνω εδώ και μήνες! Από τότε που εξαφανίστηκες ξαφνικά. Που έπαψες να σηκώνεις το τηλέφωνό σου. Να απαντάς στα μηνύματά μου. Αν ισχύει αυτό που μου είχες πει τότε, λογικά πλησιάζει η στιγμή που θα σε ξαναδώ μπροστά μου. Και δεν ξέρω αν είναι η τύχη, η μοίρα ή οι δικές μου προσπάθειες που θα μας ξαναφέρουν απέναντι τον έναν απ' τον άλλο. Αυτό που ξέρω είναι ότι, αν συμβεί, δεν θα μ' ενδιαφέρει καθόλου να το ψάξω. Θα μου φτάνει το γεγονός ότι θα σε δω άλλη μια φορά να στέκεσαι απέναντί μου.
 Μιας και, με τον τίτλο, έδωσα την "υπόσχεση" για φιλοσοφικό στοχασμό, λέω να κλείσω παραφράζοντας τον Descartes. Μέχρι να το πάρω απόφαση και να μην ασχολούμαι πια μαζί σου,  "Σε σκέφτομαι άρα υπάρχεις"... 

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ενός λεπτού σιγή


 Απόψε ήμουν σίγουρος ότι θα σε δω! Μη με ρωτάς γιατί, δεν ξέρω να σου πω. Φαντάζομαι ότι ο συνδυασμός Τσανακλίδου- αντιφασιστικό φεστιβάλ φώναζε από μακριά το όνομά σου... Για να είμαι ειλικρινής, δεν πήγα για εσένα. Θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς. Για να είμαι ακόμη πιο ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρος αν ήθελα να σε δω. Θέλω να πω...Σίγουρα έχω τόσα να σου πω αλλά νομίζω ότι κάπου θα κολλούσα αν σε είχα απέναντί μου μετά από τόσο καιρό και δεν θα σου έλεγα κουβέντα. Ίσως να ήταν προτιμότερο αν έκανα ότι δεν σε είδα. Φεύγοντας απ' το σπίτι, δεν είχα αποφασίσει πώς θα χειριζόμουν την συνάντησή μας αλλά είχα πείσει τον εαυτό μου ότι θα ξέρω, όταν σε συναντήσω (τόσο σίγουρος ήμουν...!).
 Φτάνοντας, είχα ήδη αποφασίσει να μην ασχοληθώ. Δεν μ' ενδιέφερε είτε ήσουν εκεί είτε όχι! Για μένα ήταν το ίδιο και το αυτό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα! Μέχρι την στιγμή που μου φάνηκε ότι σε είδα από μακριά και χρειάστηκε να βάλω το χέρι μου πάνω στο στήθος μου για να συγκρατήσω την καρδιά μου. Νόμιζα ότι θα σπάσει, τόσο δυνατά χτυπούσε. Ευτυχώς (;) δεν ήσουν εσύ τελικά αλλά πλέον ήξερα ότι κοροϊδεύω τον εαυτό μου με τα "δεν θέλω να σε δω"! Πλέον σ' αναζητούσα επισταμένα αλλά δεν ήσουν πουθενά.
 Μπήκαμε μέσα με τα χίλια ζόρια (μικρός χώρος, πολύς κόσμος) και επιτέλους η Τσανακλίδου ανέβηκε στη σκηνή. Μας μίλησε για λίγο, έκανε πλάκα, μας γνώρισε και την "ορχήστρα" της (έναν ακορντεονίστα όλο κι όλο που αποδείχθηκε παραπάνω από αρκετός) και τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν μέχρι που έσβησαν τελείως. Ακούστηκαν οι πρώτες νότες και κατάλαβα αμέσως· "Αυτή η νύχτα μένει". Συγκινήθηκα και πάλι αλλά αυτή τη φορά, δεν ήσουν δίπλα μου, για να μου σφίξεις το χέρι στα κρυφά κάτω απ' το τραπέζι.
 Ενός λεπτού σιγή λοιπόν, σαν ελάχιστο φόρο σιωπής στην απουσία σου...

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Σκιά της σκιάς σου.


 Είπα σήμερα να προσπαθήσω να είμαι σύντομος αν και, πίστεψέ με, δεν μου είναι καθόλου εύκολο. Είναι βλέπεις που νιώθω την ανάγκη να αναλύω τα πάντα σε βαθμό κακουργήματος. Παρ' όλ' αυτά, δεν θέλω να σε κουράσω. Δύο τρία πράγματα θα σου πω μόνο και ύστερα θα σ' αφήσω στην ησυχία σου - γι' απόψε τουλάχιστον.
 Συνειδητοποιώ σιγά σιγά, με την "εκ των υστέρων γνώση", ότι φοβόμουν τόσο πολύ μην σε χάσω, που προτίμησα να χάσω εμένα αντί για εσένα. Προσπάθησα να γίνω ο άνθρωπος που θα ήθελες να έχεις δίπλα σου, έτσι, όμως, όπως φανταζόμουν εγώ ότι τον ήθελες, χωρίς να σε ρωτήσω ποτέ. Προσπαθούσα να προβλέψω κάθε σου ανάγκη και να φροντίσω να την καλύψω πριν καν την νιώσεις. Δεν σου έφερνα αντιρρήσεις παρά μόνο σε χαζά θέματα κι αυτό γιατί φοβόμουν ότι δεν θα δεις με καλό μάτι τις αντιρρήσεις μου και θα μ' αφήσεις. Ήθελα τα πάντα να είναι τέλεια για εσένα. Να είμαι εγώ τέλειος για σένα. Να κρύψω ή να εξαφανίσω όλες μου τις αδυναμίες και να σε κάνω να πιστέψεις ότι είμαι το ιδανικό σου ταίρι.  
 Δεν έχασα τον εαυτό μου μεμιάς! Χρειάστηκε να τρίψω για καιρό το πρόσωπό μου μέχρι να σβήσω όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που σ' ενοχλούσαν. Κι έτσι τώρα, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και βλέπω το δικό σου πρόσωπο. Τα μάτια μου, με κοιτάζουν με το δικό σου, επικριτικό βλέμμα και το χαμόγελό μου είναι το δικό σου, αυτάρεσκο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο ειρωνικό.  Και είναι όντως -τραγική- ειρωνεία της τύχης ότι σε βλέπω πια μόνο στον καθρέφτη μου. Τόσο κοντά, κι όμως τόσο μακριά. Κι εσύ... δεν είσαι εδώ για να μας δεις.

ΥΓ: Συγχώρεσέ μου τον λυρισμό. Καμιά φορά ξεχνιέμαι και νομίζω ότι, όντως, σου μιλάω και προσπαθώ να σ' εντυπωσιάσω.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Song to say goodbye


 Λέω ν' αρχίσω με μία δήλωση: μισώ τους αποχαιρετισμούς! Ειλικρινά, τους απεχθάνομαι. Το ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος αλλά, στην παρούσα φάση, δεν με αφορά ο πανανθρώπινος χαρακτήρας του πόνου του αποχωρισμού. Ούτε και με κάνει να νιώθω καλύτερα η γνώση ότι, για όλους, είναι δύσκολη υπόθεση το να πουν "αντίο" (Αστείο δεν είναι; Για τ' όνομα του Θεού, είναι μια τόση δα λέξη κι όμως, μετά βίας μπορώ να την αρθρώσω...)!
 Επανέρχομαι λοιπόν, εντελώς εγωιστικά, στον προσωπικό μου Γολγοθά. Κατ' αρχάς, είναι μια πολύ αμήχανη διαδικασία· ποτέ δεν ξέρω τι να πω! Κατά δεύτερον, ως ευσυγκίνητος Καρκίνος, συνήθως νιώθω την ανάγκη να βάλω τα κλάματα -μια ανάγκη που καταπιέζω μόνο και μόνο γιατί σκέφτομαι ότι δεν θα ωφελήσει ούτε εμένα ούτε και τον εκάστοτε "αποχωρήσαντα". Προτιμώ να το κάνω αργότερα, στα κρυφά, όταν δεν θα μπορούν να με δουν, όταν δεν θα τους φορτώνω με τις δικές μου σκέψεις και τους δικούς μου φόβους. Γιατί, πραγματικά, το φοβάμαι αυτό το "αντίο". Φοβάμαι ότι δεν θα ξαναδώ ποτέ τους ανθρώπους που αποχαιρετώ.
 Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ κάτι μακάβριο. Απλώς, πλέον η καθημερινότητά μας... η πραγματικότητά μας, θα είναι διαφορετικές. Θα ζούμε παράλληλα. Θα εξελισσόμαστε παράλληλα. Χωρίς σημεία σύμπτωσης, χωρίς επαφές. Και όταν (χρονικοϋποθετικό) ξαναβρεθούμε, θα είμαστε (σαν) δύο άγνωστοι. Μπορεί ν' ακούγεται υπερβολικό έτσι όπως το λέω, αλλά αυτό ακριβώς σκέφτομαι κάθε φορά που χρειάζεται ν' αποχαιρετίσω κάποιον. Και όσο πιο αγαπημένος είναι, τόσο περισσότερο δυσκολεύομαι. 
 Φυσικά, όπως πάντα, καταλήγω να γράφω για σένα. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Εσένα σε παροξυσμό. Να φτιάχνεις την βαλίτσα σου τελευταία στιγμή και να προσπαθείς να σκεφτείς τι μπορεί να χρειαστείς. Να βάζεις μέσα ό,τι τύχαινε να είναι μπροστά σου εκείνη την ώρα κι εγώ να κάθομαι στο κρεβάτι σου, να σε παρακολουθώ και να γελάω σκεπτόμενος ότι σίγουρα ο φορτιστής του κινητού σου (ξεχασμένος στο ράφι της βιβλιοθήκης σου) θα σου είναι πιο χρήσιμος απ' το ξυπνητήρι του κομοδίνου σου, να στο επισημαίνω και να γελάω ακόμα περισσότερο με την αμηχανία σου. Γέμισες την βαλίτσα σου, σε βοήθησα να την κλείσεις και έκατσες δίπλα μου.  Μιλήσαμε για λίγο περί ανέμων και υδάτων και κάπου εκεί αποφάσισα "να φύγω, να σ' αφήσω να ηρεμήσεις λίγο". Σηκώθηκες να με πας μέχρι την πόρτα. Σε φίλησα, σε αγκάλιασα και δεν έλεγα να σ' αφήσω. Μύριζα τον λαιμό σου. Δεν ξέρω πόση ώρα σε είχα στην αγκαλιά μου. Ξέρω μόνο ότι προσγειώθηκα απότομα (ορκίζομαι, δεν είναι ηθελημένο λογοπαίγνιο λόγω θέματος) όταν σ' άκουσα να μου λες "Δεν φεύγω για πάντα! Πριν το καταλάβεις, θα είμαι πίσω!". "Το ξέρω" σου απάντησα -γιατί δεν μπορούσα να σου πω ότι, για μένα, δεν είχε καμία σημασία. Σε φίλησα μια φορά ακόμα, και βγήκα στον διάδρομο. 
 Μέσα στ' ασανσέρ έβαλα τα κλάματα. Η εξώπορτα όμως ήταν κλειδωμένη... Ανέβηκα και πάλι μέχρι το διαμέρισμά σου, σου χτύπησα την πόρτα και απάντησα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, στο απορημένο σου βλέμμα όταν με ξαναείδες στο κατώφλι σου μ' ένα "άλλαξα γνώμη, λέω να μείνω μέχρι να φύγεις" για να σου εξηγήσω αμέσως τον πραγματικό λόγο της επιστροφής μου. Απόρησες ακόμη περισσότερο μιας και "σπάνια κλείδωναν την εξώπορτα" και με συνόδευσες μέχρι κάτω. Μου είπες ότι "πάντως, είμαι παραπάνω από ευπρόσδεκτος να μείνω κι άλλο, αν το θέλω". Δεν το ήθελα. Ξεκλείδωσες, μ' αποχαιρέτισες μ' ένα "θα τα πούμε(;)" -στο οποίο, νομίζω, απάντησα μ' ένα "ΟΚ"- και έφυγα. Όλη αυτή την ώρα, δεν σε κοίταξα ούτε μία φορά στα μάτια. Δεν ήθελα να καταλάβεις ότι είχα κλάψει.
 Έφυγες. Και γύρισες. Και σε ξαναείδα, δυο-τρεις φορές ακόμα. Αλλά ήσουν άλλος άνθρωπος. Το ήξερα. Το ένιωθα. Και από τότε, όποτε πηγαίνω σ' εκείνο το καφέ που τόσο σου άρεσε, κοιτάζω το τραπέζι μας και η καρέκλα σου είναι πάντα άδεια... 


Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Ποιος να το περίμενε;!


 Τελευταία Παρασκευή των Αποκριών, σε όλη την Αθήνα γίνονται party, και οι Αθηναίοι είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν την βροχή -που πέφτει από νωρίς τ' απόγευμα- να τους χαλάσει τα σχέδια για ξέφρενη διασκέδαση· όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις ανθρώπους μασκαρεμένους! Τους βλέπω απ'την τζαμαρία να περνάνε έξω απ' το bar στα Εξάρχεια όσο σε περιμένω. Θα έπρεπε να ήσουν ήδη εκεί αλλά κάπου έγινε κάποιο λάθος στην συνεννόηση. 
 Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνεις μ' ένα χαμόγελο στα χείλη. Χαιρετάς τον barman (πάντα με το χαμόγελο στα χείλη) και έρχεσαι προς το μέρος μου. "Συγγνώμη για την καθυστέρηση" μου λες μ' ένα απολογητικό βλέμμα που με κάνει να πιστέψω ότι το εννοείς. "Σιγά! Δεν πειράζει" σου απαντάω εγώ "δικό μου λάθος ήταν, ούτως ή άλλως, που δεν σ' ενημέρωσα νωρίτερα". Παραγγέλνουμε και αρχίζουμε την κουβέντα. Είμαι αγχωμένος. Δεν ξέρω τι να πω. Φοβάμαι μην πετάξω καμία βλακεία και φανώ τελείως ηλίθιος αλλά η δική σου χαλαρότητα με βοηθάει να χαλαρώσω κι εγώ. Πριν περάσει πολλή ώρα, μιλάμε με άνεση, το ένα θέμα διαδέχεται το άλλο με τόση φυσικότητα που, τώρα που την σκέφτομαι, μου φαίνεται αφύσικη κι εγώ νιώθω όλο και πιο απορροφημένος. Όλο και πιο γοητευμένος. 
 Εσύ κάθεσαι απέναντί μου, καπνίζεις το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και πολυλογούμε και οι δύο ακατάπαυστα επί παντός επιστητού. Από την καταγωγή μας μέχρι δήθεν φιλοσοφικές συζητήσεις για την ανθρώπινη φύση και την ζωή που, και οι δυο μας το ξέρουμε, είναι εντελώς ποζέρικες και γίνονται καθαρά για να εντυπωσιάσουμε ο ένας τον άλλο. Σε κοιτάζω στα μάτια και μου επιστρέφεις με θράσος το βλέμμα. Πιάνω τον εαυτό μου να σου χαμογελάει και βλέπω το χαμόγελό μου ν' αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό σου. Αυτή η αντανάκλαση με κάνει να χαμογελάσω ακόμα πιο πλατιά!
 Η μουσική δυναμώνει. Σκύβω πάνω απ' το τραπέζι μας, και καλά για να σ' ακούσω καλύτερα, στην πραγματικότητα όμως μόνο και μόνο για να μειώσω την απόσταση που μας χωρίζει. Είναι τόσο μικρή και όμως, μου φαίνεται τεράστια! Από κάποια στιγμή και μετά, το μόνο που θέλω είναι να σε αγγίξω. Να σε φιλήσω. Μου χαμογελάς και ολόκληρος ο κόσμος χάνεται απ' τα μάτια μου. Είναι λες και υπάρχεις μόνο εσύ ή, μάλλον, λες και μόνο εσύ έχεις σημασία για μένα εκείνη την στιγμή.
 Το βλέμμα μου πέφτει στο ρολόι μου. Έχουν περάσει έξι ώρες απ' την στιγμή που κάθισες στο τραπέζι μου και θα έπαιρνα όρκο ότι δεν είναι ούτε έξι λεπτά. Ξέρω ότι όπου να ναι θα πρέπει να σ' αποχαιρετήσω και να πάρει ο καθένας μας τον δρόμο του αλλά δεν θέλω να το κάνω! Σα να το "έπιασες", μου λες ότι, όποτε θέλω, φεύγουμε και σου απαντάω, απρόθυμα, ότι πρέπει όντως να πηγαίνουμε σιγά σιγά. Πληρώνουμε και βγαίνουμε έξω. Η βροχή έχει σταματήσει. Μου λες ότι θα γυρίσεις σπίτι με τα πόδια και με ρωτάς προς τα πού πάω. Σου απαντώ και μου λες ότι θα έρθεις μαζί μου μέχρι κάποιο σημείο. Ξέρω ότι η δική μου κατεύθυνση είναι τελείως αντίθετη απ' την δική σου αλλά δεν κάνω την παραμικρή προσπάθεια να σου αλλάξω γνώμη. Εννοείται ότι θέλω την συντροφιά σου!!
 Περπατάμε μέσα από στενά την απόσταση απ' τα Εξάρχεια μέχρι το Σύνταγμα συνεχίζοντας να μιλάμε για κάθε χαζό θέμα που μας έρχεται στο μυαλό. Απολαμβάνω την παρέα σου και την άνεση της επικοινωνίας μας αλλά σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή, σύντομα, θα χωριστούμε αναπόφευκτα.  Βγαίνουμε στην Βασιλίσσης Σοφίας. Κάπου εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας. Σταματώ να περπατώ και στέκομαι απέναντί σου. Σου λέω ότι πέρασα τέλεια και ότι θα χαρώ πολύ να το επαναλάβουμε σύντομα. Θέλω να σε αποχαιρετίσω μ' ένα φιλί. Δεν το τολμώ. Και από τότε, είμαι δυστυχισμένος! 

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ανοιχτή επιστολή


 Πάντα έβρισκα τα γράμματα πολύ ρομαντικά, ακόμα και σε μια εποχή που τα e-mail έχουν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως την αλληλογραφία. Η αίσθηση μιας επιστολής γραμμένης στο χέρι δεν μπορεί να συγκριθεί με το απρόσωπο, ηλεκτρονικό αντίστοιχό της! Τα πάντα, από το χαρτί της αλληλογραφίας μέχρι τον γραφικό χαρακτήρα -που συχνά μαρτυρά την ψυχολογική κατάσταση του γράφοντος- είναι από μόνα τους μηνύματα εξίσου σημαντικά με το περιεχόμενο του γράμματος!
 Μπορεί ν' αναρωτιέσαι γιατί (σου) τα λέω αυτά. Δεν έχεις άδικο που αναρωτιέσαι! Να σου εξηγήσω λοιπόν ότι τα λέω για να καταλάβεις γιατί μου φάνηκε ωραία ιδέα το να γράψω και να σου στείλω ένα γράμμα για να μοιραστώ μαζί σου όσα δεν θέλησα ή δεν τόλμησα να μοιραστώ ως τώρα. Και μετά, συνειδητοποίησα ότι δεν θυμόμουν την νέα σου διεύθυνση! Και μου ήρθε η τρελή ιδέα να έρθω στο σπίτι σου και να το ρίξω κάτω απ' την πόρτα σου. Η οποία τρελή ιδέα, εξελίχθηκε στην ακόμη πιο τρελή ιδέα να στο παραδώσω ιδιοχείρως. Το έγραψα λοιπόν, το έβαλα σ' έναν φάκελο και ξεκίνησα να έρθω σπίτι σου. Δεν ήθελα να χτυπήσω το κουδούνι. Είπα "θα περιμένω από κάτω. Κάποια στιγμή θα βγει ή θα μπει. Θα το παραδώσω τότε". Δεν είχα σκοπό να προσβάλλω την νοημοσύνη σου ισχυριζόμενος ότι βρέθηκα τυχαία κάτω απ' το σπίτι σου με  ένα γράμμα για σένα στην τσέπη, απλώς σκέφτηκα ότι, χτυπώντας σου την πόρτα, ελλόχευε ο κίνδυνος να μην μου ανοίξεις!
 Υποθέτω ότι δεν θα σου χαλάσω την ιστορία αποκαλύπτοντας μ' ένα σχήμα πρωθύστερο το τέλος που ήδη ξέρεις: δεν σου έδωσα το γράμμα! Όχι όμως γιατί μετάνιωσα και έφυγα. Κάθε άλλο. Περίμενα όλη την μέρα καθισμένος στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας απέναντι απ' την δικιά σου. Είδα τα φώτα στο διαμέρισμά σου να ανάβουν και να σβήνουν και να ανάβουν ξανά. Είδα την Ε., την συγκάτοικό σου, να έρχεται και να φεύγει πάλι και τα φώτα έμειναν αναμμένα, σημάδι ότι ήσουν πάνω. Αλλά έμεινες πάνω. Δεν βγήκες εκείνο το βράδυ, κι ας ήταν Παρασκευή. Σκέφτηκα ότι μπορεί να έχεις κλειστεί στο σπίτι και να διαβάζεις για την σχολή οπότε κανείς δεν ξέρει πότε θα εδεήσεις να βγεις και αυτή η σκέψη, σε συνδυασμό με τα ενοχλημένα βλέμματα των ενοίκων της πολυκατοικίας, που δεν πρέπει να έβλεπαν με πολύ καλό μάτι την ολοήμερη κατάληψη των σκαλοπατιών τους, με έπεισαν τελικά να φύγω.
 Όμως εγώ, νιώθω την ανάγκη να σου πω αυτά που έγραφε το γράμμα! Γι' αυτό τα γράφω έστω εδώ. Ξέρω ότι δεν είναι πολλές οι πιθανότητες να τα διαβάσεις αλλά, φαντάζομαι, το ίδιο θα ίσχυε ακόμη κι αν έβαζα το γράμμα μου στο χέρι σου!
 Θέλω λοιπόν να ξέρεις, ότι τα βράδια που κοιμόμασταν μαζί, εγώ έμενα ξύπνιος στο πλάι σου, να παρακολουθώ το στήθος σου ν' ανεβοκατεβαίνει και να βλέπω το πρόσωπό σου ήρεμο-και ήταν αυτή η εικόνα υπέροχη και οδυνηρή ταυτόχρονα. Ότι εκτιμούσα το ότι μάσαγες τσίχλες για να κρύβεις την γεύση απ' τα τσιγάρα που είχε το στόμα σου μόνο και μόνο γιατί ήξερες ότι μ' ενοχλεί αλλά, στην πραγματικότητα, δεν έκαναν δουλειά οι τσίχλες, απλώς δεν σου είπα ποτέ τίποτα για να μην σε στενοχωρήσω. Ήθελα ακόμα να σου πω ότι σε σκέφτομαι ακόμα. Όχι κάθε μέρα και όχι το ίδιο έντονα αλλά υπάρχουν μέρες που δεν μπορώ να σε βγάλω απ' το μυαλό μου και βλέπω παντού το πρόσωπό σου...ακούω παντού την φωνή σου! Ότι δεν είμαι σίγουρος αν θυμάμαι την φωνή σου αλλά θυμάμαι το γέλιο σου γιατί σε πείραζα πάντα γι' αυτό "το γέλιο του Goofy". Νομίζω επίσης πως θα ήθελα να σου αποκαλύψω κάποια στιγμή ότι ο άνθρωπος που γνώρισες δεν ήμουν εγώ. Πολλές φορές, δέχτηκα συμπεριφορές εκ μέρους σου χωρίς να πω κουβέντα, ακόμη κι αν μ' ενοχλούσαν, μόνο και μόνο γιατί φοβόμουν μην μου πεις "έτσι είμαι εγώ, αν δεν σ'αρέσει, φύγε" και ήμουν (είμαι;) τόσο ερωτευμένος μαζί σου που δεν ήξερα αν θα το άντεχα. Και θέλω να σε ρωτήσω αν ήταν αυτά που, τελικά, σ' έκαναν να  μου πεις πως "δεν σου βγαίνει". Θα ήταν άραγε αλλιώς τα πράγματα σήμερα μεταξύ μας αν είχες δει τότε τον πραγματικό μου εαυτό; Υποθέτω πως δεν θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά...
 Αυτά είναι εν ολίγοις. Και ότι θα ήθελα, αν το διαβάσεις αυτό και το καταλάβεις ότι απευθύνεται σε σένα (ας είμαστε ειλικρινείς, σε ποιον άλλον ν' απευθύνεται;), να μου δώσεις έστω ένα σημάδι, οποιοδήποτε σημάδι, ότι το διάβασες και κατάλαβες ότι απευθύνεται σε σένα. Και ότι μου λύπης.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Κλεμμένο μπρούσκο


 Λέω ν' αρχίσω με δύο δηλώσεις: Πρώτον, η απήχηση όλων των καθημερινών, τηλεοπτικών σειρών (τύπου "Κλεμμένα όνειρα"  και "Μπρούσκο") είναι στο μυαλό μου πιο παράδοξη και απ' τα παράδοξα του Ζήνωνα. Δεύτερον, το παρόν κείμενο αποτέλεσε προϊόν έντονης εσωτερικής πάλης (εντάξει, είμαι υπερβολικός, τι να κάνουμε;) που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι στο roster και των δύο σειρών συγκαταλέγονται φίλοι τους οποίους εκτιμώ (και οι οποίοι ελπίζω να συγχωρήσουν την παρρησία μου).  
 Είναι, νομίζω, μια γενικώς παραδεδεγμένη αρχή ότι, όσο καλά κι αν ξεκινήσει μια καθημερινή σειρά, όσο "πολλά υποσχόμενη" κι αν είναι, κάπου στην πορεία χαλάει το γλυκό. Κάπου στερεύουν οι ιδέες. Εδώ που τα λέμε -για να είμαστε και δίκαιοι- δεν είναι κι εύκολο να γράφεις κάθε μέρα κάτι ευρηματικό ώστε να γεμίσει ο τηλεοπτικός χρόνος. Αυτό το πρόβλημα, ας πούμε, το αντιμετωπίζουν στο "Μπρούσκο" με καθημερινά video clip! Σε κάθε επεισόδιο, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να κάθονται, να περπατούν, ν' αγναντεύουν  αμέριμνοι το πέλαγος μετρώντας τις βάρκες ενώ από πίσω, σαν μουσικό χαλί, παίζει κάτι σε Χαρούλα, σε Πρωτοψάλτη, σε Μποφίλιου (εμετός σε 3...2...1...) όσο εκείνοι θυμούνται σκηνές από τα προηγούμενα ένα-δύο επεισόδια τα οποία οι τάλανες τηλεθεατές δεν έχουν προλάβει καλά καλά να ξεχάσουν. Ίσως απώτερος σκοπός του σκηνοθέτη να είναι το ν' αποκτήσουμε μουσική παιδεία! Ας είμαστε ειλικρινής, ακόμη και εκείνοι (οι ελάχιστοι) που δεν αναγνώριζαν το μουσικό θέμα της Amélie, το γνώρισαν μέσα από ένα επεισόδιο της σειράς (στο οποίο βέβαια η μουσική του Tiersan, διαδεχόταν την κρητική λύρα- μιλάμε πολύ μπροστά ο σκηνοθέτης! Μ' ένα απλό τεχνασματάκι υπογραμμίζει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα της μουσικής!). 
 Από την άλλη, είναι σίγουρα προτιμότερη αυτή η μέθοδος "γεμίσματος" του χρόνου από την κλασική, φωσκολική, επανάληψη ατακών που όλοι λατρεύουμε να μισούμε! Βέβαια, οι σημερινές σειρές έχουν αναγάγει αυτή την τεχνική σε επιστήμη! Την έχουν πάει στο επόμενο επίπεδο! Έτσι, βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να συμμετέχουν σε στιχομυθίες θυμίζοντας αφασικούς. Να παίρνουν υπερβολικά πολύ χρόνο για να επεξεργαστούν τα όσα τους λέει ο εκάστοτε συνομιλητής τους και ν' αντιδράσουν σ' αυτά (πχ. Χτυπάει το τηλέφωνο. "Το σπίτι καίγεται"...παύση δέκα δευτερολέπτων...ατάκα πρωταγωνιστή "Φύγε αμέσως από εκεί"). Αλλά, φευ! Όταν επιτέλους έρθει η πολυπόθητη/πολυαναμενόμενη αντίδραση, είναι τόσο υπερβολικά παιγμένη που καταντάει γελοία και γεννάει στο μυαλό μας το, εύλογο, ερώτημα: "Καλά, σκηνοθέτης δεν υπάρχει; Δεν τους βλέπει πώς παίζουν; Γιατί δεν λέει κάτι;". Πολύ φοβάμαι ότι η απάντηση είναι "Φυσικά και λέει κάτι! Εκείνος έδωσε αυτές τις σκηνοθετικές οδηγίες". Ναι αλλά, κύριε σκηνοθέτα μου, με τούτα και μ' εκείνα, μας έχετε κάνει να πιστεύουμε ότι είναι πιο εύκολο να βρεις στην Ελλάδα έντιμο πολιτικό παρά ταλαντούχο πρωταγωνιστή σε καθημερινό! Είναι που είναι λίγοι, μη τους καίτε κι αυτούς. Κρίμα κι άδικο!!
 Για το τέλος, κράτησα, φυσικά, το καλύτερο και βασικότερο! Την πλοκή! Ας πούμε απλώς ότι το σενάριο δεν είναι το δυνατό σημείο των καθημερινών και ας μείνουμε εκεί. Ναι καλά!!! Σιγά μη μείνουμε εκεί! Πρέπει να σημειώσουμε οπωσδήποτε ότι οι σεναριογράφοι, στην προσπάθειά τους να μας δώσουν ένα αποτέλεσμα που θα μας συναρπάσει και θα αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον μας, περιδιαβαίνουν σε ατραπούς που θα ήταν προτιμότερο να είχαν αποφύγει (εδώ που τα λέμε, στην περίπτωσή τους, θα έπρεπε επίσης να αποφεύγουν να σηκώνονται κάθε μέρα απ' το  κρεβάτι τους για να πάνε στην δουλειά αλλά τέλος πάντων!). Κάπως έτσι, προκύπτουν σειρές στις οποίες χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα· μεταφορικά και κυριολεκτικά (το πιάσατε το υπονοούμενο; Για τα Κλεμμένα τα όνειρα λέω)! Καταντάει τόσο περίπλοκο το σενάριο, είναι τόσα πολλά τα ερωτήματα που προσπαθούν να μας δημιουργήσουν οι σεναριογράφοι που καταλήγουν να πελαγώνουν και να δίνουν τελικά υπεραπλουστευτικές λύσεις που υποβαθμίζουν (και λίγα λέω) την νοημοσύνη του τηλεοπτικού κοινού.
 Και, εννοείται, κάθε φορά που πέφτει η τηλεθέαση ένας απ' τους πρωταγωνιστές θα πάθει κάτι και θα βρεθεί κλινήρης να παλεύει για τη ζωή του και να σώζεται στο τέλος "σαν από θαύμα". Φαίνεται ότι ο πόνος, η αγωνία και η προβολή των πρωταγωνιστών σε ευάλωτη κατάσταση τους κάνει πιο συμπαθείς και, όσο να πεις, σου δημιουργείται και η απορία για το τι θα συμβεί τελικά για να τη σκαπουλάρουν (γιατί εννοείται ότι θα τη σκαπουλάρουν, πρωταγωνιστές είναι!). Αυτό αποτέλεσε και τον λόγο για τον οποίο αποφάσισα να λύσω την σιωπή μου! Γιατί έτυχε χθες να παρακολουθήσω από ένα επεισόδιο και των δύο σειρών και δεν μπόρεσα να μην απορήσω βλέποντας Σήφη- Άρη στο κρεβάτι του πόνου. Πολύ στεναχωρήθηκα...Εντάξει, και για τα παιδιά που είναι νέα και χαροπαλεύουν (btw, περαστικά να είναι εύχομαι) αλλά, κυρίως, για την τηλεθέαση που πήρε την κατηφόρα!! 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Valentine's Day


 Έρχεται, λοιπόν, μια μέρα κάθε χρόνο που πρέπει να την αντιμετωπίσεις "σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος".  Θα μπορούσα να έχω γράψει την παραπάνω φράση (εδώ που τα λέμε έχω γράψει την παραπάνω φράση) αναφερόμενος στην κυριότερη αιτία υπαρξιακών κρίσεων ανά τους αιώνες: τα γενέθλια! Όμως όχι, η μέρα στην οποία αναφέρομαι είναι, όπως προδίδει ο τίτλος, η 14η Φεβρουαρίου!!
 Πριν αρχίσω να καταφέρομαι εναντίον αυτής της μέρας και των απανταχού οπαδών της, θέτω ένα ρητορικό ερώτημα. Ή, μάλλον, δύο ρητορικά ερωτήματα! Ή, ακόμα πιο σωστά, ένα ρητορικό ερώτημα με ένα ρητορικό "υποερωτηματάκι". Τέλος πάντων! Το ερώτημα είναι το εξής: υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που γιορτάζουν τον Βαλεντίνο; Το "υποερωτηματάκι" (που, αν με ρωτάτε είναι το βασικό ερώτημα, μασκαρεμένο) είναι: υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν τον Βαλεντίνο ενώ έχουν τελειώσει το Λύκειο; [Μην παρεξηγηθώ! Δεν έχω κάτι με τα παιδιά που πάνε ακόμα σχολείο αλλά εντάξει, παιδιά είναι, όσο να πεις έχουν τ' ακαταλόγιστο. Μην παρεξηγηθώ #2! Δεν είμαι απ' τους πικρόχολους ανθρώπους που τα βάζουν με τον Βαλεντίνο γιατί είναι single χρονιάρα μέρα. Τα βάζω μαζί του γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα τι παίζει με την πάρτη του (εντάξει, και γιατί είμαι πικρόχολος εν γένει!).]
 Και κάπου εδώ είναι το σημείο στο οποίο αρχίζω να ξεδιπλώνω τον περίπλοκο συλλογισμό μου! Κάθε χρόνο τέτοια μέρα δεν ξέρω για ποιον να νιώσω μεγαλύτερο οίκτο: για τους "σε σχέση" ή για τους "άσχετους";
 Αν είσαι σε σχέση, δεσμεύεσαι τρόπον τινά να γιορτάσεις αυτό το βδέλυγμα -ακόμα και αν δεν το θες- για χάρη του "significant other" που μπορεί να ψαρώνει με κάτι τέτοια; Και αν είσαι από τους "ψαρώνω με κάτι τέτοια", δεν είναι κρίμα κι άδικο (και φυσικά ενδεικτικό του χαρακτήρα σου αλλά και της ποιότητας της σχέσης σου) που...που τέλος πάντων ψαρώνεις με κάτι τέτοια; Γιατί να νιώσεις την ανάγκη να γιορτάσεις τον έρωτά σου μόνο αυτή, τη συγκεκριμένη μέρα; Δεν είναι ο έρωτας, από μόνος του, μια καθημερινή γιορτή; Μήπως, στην πραγματικότητα, είναι απλώς ένδειξη αλαζονείας και επιδειξιομανίας; Σα να λες στους γύρω σου "Κοιτάξτε, (και) φέτος είμαι σε σχέση!!" σαν τα πεντάχρονα που χαίρονται, δείχνοντας στα υπόλοιπα πεντάχρονα στον παιδικό σταθμό τους μαρκαδόρους τους. Λέω τώρα εγώ...Και είσαι κι από πάνω "υποχρεωμένος/η" να κάνεις δώρο στο "έτερον ήμισυ" που άντε να το βρεις! Και, αν το βρεις, άντε να το πληρώσεις! Και να έχεις το άγχος αν θ' αρέσει το δώρο σου και αν ο/η εκλεκτός/ή της καρδιάς σου θα το εκτιμήσει εξίσου με σένα που το αγόρασες και θα χαρεί μ' αυτό. Και να έχεις και την υποψία ότι ο μόνος που το χάρηκε πραγματικά είναι αυτός που στο πούλησε!! Όντως, τώρα που το σκέφτομαι σα ν' αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά σιγά τι βρίσκετε σ' αυτή την "γιορτή"... [Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να υπογραμμίσω πως ξέρω ότι δεν κομίζω γλαύκας εις Αθήνας αλλά, προς υπεράσπισή μου, δεν είπα ποτέ ότι θα είμαι πρωτότυπος ούτε ότι ο συλλογισμός μου θ' αποτελέσει έναυσμα φιλοσοφικών αναζητήσεων. Απλώς εκφράζω τις εύλογες (κατά τη γνώμη μου) απορίες μου.]
 Στον αντίποδα φυσικά, έχεις τους "άσχετους", εκείνους που τέτοια μέρα πέφτουν σε κατάθλιψη ταλανιζόμενοι από αναπάντητα ερωτήματα του τύπου "μα γιατί δεν μ' αγαπάει κανείς;", "τι λάθος κάνω και κάθε χρόνο τέτοια μέρα είμαι μόνος/η;", "εγώ πότε θα βρω ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα;", "εγώ πότε θα γίνω μάνα;(!)". Εντάξει, δεν τρέχει τίποτα! Συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες! Όλοι έχουμε κάποιον γνωστό/φίλο/κολλητό/συγγενή/όλα τα παραπάνω, που κυνηγάει μανιωδώς την Σχέση (ναι, με το "Σ"  κεφαλαίο) και που την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου προσπαθούμε να τον κρατήσουμε μακριά από αλκοόλ, τσιγάρα και ξυράφια και τον ποτίζουμε ηρεμιστικά χτυπώντας τον ενθαρρυντικά στην πλάτη, φλερτάροντας ασύστολα με την ιδέα να τον κλειδώσουμε στο υπόγειο και συμπονώντας τον για την κατάντια του! Που, φυσικά, δεν είναι ότι είναι μόνος αλλά ότι το παίρνει τόσο κατάκαρδα!! Λες και αύριο δεν ξημερώνει μια καινούρια μέρα!! Απ΄την άλλη, είναι, νομίζω, προτιμότερη μια υγιής κατήφεια από την συμπεριφορά κάποιων γραφικών αντικομφορμιστών (aka μπακούρια) που κάθε χρόνο τέτοια μέρα πηγαίνουν απ' το ένα "Anti-Valentine's party" στο άλλο για να δηλώσουν απερίφραστα την απέχθειά τους απέναντι σ' αυτόν τον ξενόφερτο Άγιο που, ρε παιδί μου, τους την σπάει (aka να βρεθούν στον ίδιο χώρο με άλλα μπακούρια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ζευγαρώσουν κι αυτοί και να βρεθούν στην "άλλη πλευρά"). Εντάξει παιδιά, το πήραμε το μήνυμα! Μην τρελαίνεστε!!
 Θέλοντας να κλείσω την ανάρτηση αυτή με ένα αισιόδοξο μήνυμα, είπα να υπενθυμίσω/γνωστοποιήσω σ' όλους ότι σ' ένα μήνα θα έχουμε έναν πραγματικό λόγο να γιορτάσουμε: η 14η Μαρτίου είναι "Παγκόσμια ημέρα μπριζόλας και πεολειχίας"!! Ακόμα και αν συγκαταλέγεστε στα μπακούρια που δεν έχετε καμία να σας πάρει/ κανέναν για να του πάρετε πίπα, μπορείτε να φάτε μπριζόλες μέχρι σκασμού και, μάλιστα, εν μέσω Σαρακοστής οπότε να χορτάσετε νιώθοντας και επαναστάτες!!!

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Έπιασε βροχή, αγάπη καλοκαιρινή...


 ...και φθινοπωρινή. Και χειμωνιάτικη. Και ανοιξιάτικη. Κοινώς, αγάπη όλο το χρόνο! Όλα τα χρόνια. Και ναι, εδώ που τα λέμε, σ' αγαπάω (όχι "σ' αγαπώ"· δεν σου αρμόζει ο συνηρημένος τύπος, σου αξίζει κάθε ένα απ' τα έξι γράμματα της λέξης!).
 Σ' αγαπάω για τα μεγάλα. Γιατί με ξέρεις καλύτερα ίσως απ' ό,τι ξέρω εγώ τον εαυτό μου. Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ καμία πραγματικά σημαντική  ή δύσκολη στιγμή της ζωής μου που να μην την έζησα μαζί σου. Γιατί στάθηκες δίπλα μου και πίστεψες σε μένα ακόμα και όταν εγώ δυσκολευόμουν να το κάνω. Γιατί μπορώ να σου πω τι σκέφτομαι και τι νιώθω χωρίς να φοβάμαι ότι θα με κρίνεις- και μετά να περάσουμε ώρες αναλύοντάς το! Γιατί πάντα έχεις μια σωστή συμβουλή, ακόμα και αν αυτό που με συμβουλεύεις να κάνω είναι αυτό που ήδη σκεφτόμουν· μυστηριωδώς απ' τα δικά σου χείλη ακούγεται πιο σωστό απ' ό,τι όταν το σκέφτομαι εγώ μες στο μυαλό μου. Γιατί, αν τελικά κάνω του κεφαλιού μου, δεν μου λες "στα λεγα εγώ" αλλά είσαι δίπλα μου να με παρηγορήσεις. Γιατί δεν φοβάμαι να κλάψω μπροστά σου και, όταν το κάνω, μ' αγκαλιάζεις. Γιατί έχεις δει ποιος είμαι πραγματικά και έμεινες δίπλα μου...
 Κυρίως όμως, σ' αγαπάω για τα μικρά, για τα καθημερινά. Για το χιούμορ σου. Για το ότι γελάς με τ' αστεία μου - ακόμα και αυτά που δεν είναι τόσο αστεία. Για το γέλιο σου. Για το ότι είσαι η Luna (και πάντοτε το ήξερα!!). Για το ότι, εν έτει 2014, σ' αρέσει ακόμα ο Καλλίρης, τόσο ώστε να τον αποκαλείς "Θανούλη" και να μην χάνεις live του. Για τον τρόπο που τυλίγεις το μπράτσο σου γύρω απ' το δικό μου και βάζεις την παλάμη σου μες στην τσέπη μου για να την ζεστάνεις όταν περπατάμε μες στο κρύο. Για το ότι μπορώ να κάθομαι ώρες μαζί σου χωρίς να μιλάμε και να νιώθω ότι έχουμε την πιο βαθιά και ουσιαστική επικοινωνία. Για το ότι αφήνεις πάντα για μένα την τελευταία πιρουνιά απ' το γλυκό που παίρνουμε μαζί και το οποίο σε βάζω να παραγγείλεις για να σε πειράξω για την προφορά σου. Για το ότι με πειράζεις για την δική μου όταν, ξαφνικά, πετάξω κάνα γαλλικό εκεί που δεν το περιμένεις. Για τον τρόπο που παίζεις με τα μαλλιά σου, προσπαθώντας, και καλά, να τα "συνετίσεις"- αφήνοντας όμως πάντα μια τούφα να πετάει. Για το "συγγνώμη" που μου λες σηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους και ανοίγοντας τις παλάμες σου όταν καθυστερείς στα ραντεβού μας. Για το ότι, καμιά φορά, καθυστερείς στα ραντεβού μας. Για το ότι, όσο και να καθυστερήσεις, δεν πρόκειται να φύγω· μάλιστα, η αναμονή μεγαλώνει ακόμα περισσότερο την χαρά μου όταν τελικά σε αντικρίζω! Για το ότι το κόκκινο στα μάγουλά σου όταν ντρέπεσαι είναι διαφορετικό απ' όταν θυμώνεις. Για το ότι η λέξη "χρώμα" μου φέρνει, αυτόματα, εσένα στο μυαλό και όσο ήσουν μακριά (μου) τα πάντα μου φαίνονταν γκρίζα και μουντά. Για το ότι θα μπορούσα να συνεχίσω αυτή την απαρίθμηση πραγμάτων που αγαπάω σε σένα και πάλι να αφήσω πράγματα απ' έξω.
 Για όλα αυτά που ήσουν, είσαι και θα είσαι. 
 Για το ότι είσαι... 

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Θάνατος στα λεωφορεία!


 Όχι κατά το "θάνατος σ' αυτούς που ακούνε Παντελίδη στη διαπασών!" (μιλάμε για πολλά ψυχολογικά btw). Kατά το "Θάνατος στη Βενετία", του Βισκόντι. Ως άλλος Γκούσταβ φον Άσκενμπαχ θ' αφήσω κι εγώ την τελευταία μου πνοή σ' ένα λεωφορείο μία μέρα, μόνο που ο θάνατός μου δεν θα έχει τίποτα το ποιητικό/λυρικό/αλληγορικό! Απλώς θα εκραγώ μην αντέχοντας άλλο αυτά που βλέπω και ακούω εκεί μέσα. Εξηγούμαι!
 Ώρα 8:30, έχω φάει πρωινό, έχω κάνει μπάνιο, έχω ντυθεί και φεύγω απ' το σπίτι μου με προορισμό την κοντινότερη στάση λεωφορείου απ' την οποία, υποτίθεται, το λεωφορείο περνά στις παρά 20. Σε περίπτωση που το υποτίθεται διέφυγε της προσοχής, το επαναλαμβάνω· υποτίθεται! Για λόγους που, μες στο μυαλό μου, είναι μεγαλύτερο μυστήριο ακόμα και απ' το ποιος και γιατί έχτισε το Στόουνχεντζ, το λεωφορείο δεν πέρασε ποτέ! Δεν το έψησε ρε αδερφέ! Βρίζοντας (από μέσα μου, γιατί έχουμε και μια Α παιδεία), κατευθύνομαι σε απομακρυσμένη στάση απ' την οποία περνούν περισσότερα του ενός λεωφορεία και άρα οι πιθανότητες να περάσει κάποιο που να μ' εξυπηρετεί αυξάνονται. Περιμένω. Περιμένω... Αφού έχω φάει τα νιάτα μου -και κάτι λίγο απ' τα γηρατειά μου που τα κρατούσα για μετά την σύνταξη-, ένα λεωφορείο ξεπροβάλλει το όμορφο πρόσωπό του απ' την γωνία! 
 Αν δεν ήμουν γκρινιάρης εκ φύσεως (και εκ πεποιθήσεως), θα τελείωνα την ιστορία κάπου εδώ με ένα "μπήκα στο λεωφορείο και έφτασα στον προορισμό μου". Πέραν όμως του ότι κάτι τέτοιο αντίκειται της γενικότερης στάσης μου απέναντι στη ζωή εν γένει, είναι και πέρα για πέρα αναληθές γιατί, φυσικά, τα ευτράπελα ξεκινούν με την άφιξη του λεωφορείου.
 Φτάνει λοιπόν το λεωφορείο στην στάση, ήδη γεμάτο σε βαθμό ποινικά κολάσιμο, και προσπαθούμε τώρα άλλοι 10 άνθρωποι να χωρέσουμε καλύπτοντας ό,τι κενό παίζει να υπάρχει (δεν υπάρχει) και, μερικοί εξ ημών, χάνοντας την όποια ευγένειά τους (δεν υπήρχε ποτέ!). Τα καταφέρνουμε με τα πολλά να χωθούμε και, ξαφνικά, αρχίζουν οι θείτσες τα παράπονα στον οδηγό ("Μα είναι πράγματα αυτά; Τόση ώρα περιμένουμε! Πρέπει να πάμε στις δουλειές μας/ στο γιατρό/ στα ΚΤΕΛ που μου έχει στείλει η μαμά απ' το χωριό λάδι"), τα παράπονα στους συνεπιβάτες ("Μα πηγαίνετε λίγο πιο μέσα, τόσο χώρο έχετε! Εγώ θα κατεβώ!" -γιατί εμείς οι υπόλοιποι στο Ε9 δηλώνουμε ένα σπίτι, ένα εξοχικό και ένα λεωφορείο και σκοπεύουμε να μείνουμε εκεί μέσα για πάντα) και στους ανυποψίαστους commuters που περιμένουν στις επόμενες στάσεις ("Δεν βλέπετε ότι δεν χωράμε; Περιμένετε το επόμενο! Έρχεται από πίσω!". Πολύ πίσω όμως. Καμιά ώρα πίσω...). Και σε σπρώχνουν οι θείτσες. Και σε αγριοκοιτάνε, αν τυχόν είσαι πιο βολεμένος απ' αυτές μέσα στο, ούτως ή άλλως, άβολο χάος, λες και τις κόλλησες κυτταρίτιδα! Και κολλάνε πάνω σου, αγνοώντας, προφανώς, ότι δεν είσαι ακόμα έτοιμος να γίνεις πατέρας...
 Φτάνουμε Πειραιά και τα νεύρα μου είναι ήδη κρόσια πλην όμως είμαι αναγκασμένος να πάρω καινούριο λεωφορείο για να φτάσω στη δουλειά. Αποφασίζω να βάλω στ' αυτιά τ' ακουστικά του mp3 για να μην ακούω τουλάχιστον τον κάθε ξέμπαρκο να λέει το ξεμπαρκιλίκι του. Η μοίρα όμως μου έπαιξε σκληρό παιχνίδι!! Παρά την μουσική στ' αυτιά μου, ακούω ακόμα την φωνή τύπισσας με ξασπρισμένο μαλλί και νοημοσύνη παρουσιάστριας πρωινάδικου να εξιστορεί σε φίλη της στο κινητό, καρέ-καρέ, την σχέση της με τον Δημήτρη που αυτή του τα 'χε δώσει όλα κι αυτός την  παράτησε για την Τζένη που της το παιζε και φίλη αλλά την είχε καταλάβει αυτή τι καρ***γιόλα ήταν! Με φωνή στεντόρεια! Για ν' ακούσουν τα έκτροπα του Δημήτρη και της Τζένης οι φαντάροι στον Έβρο. ΛΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΙΑΖΕΙ!
 Το αποκορύφωμα είναι η ατάκα πιτσιρικά 16-17 χρονών την ώρα που ετοιμάζομαι να βγω απ' το λεωφορείο: "Συγγνώμη, κύριε! Είναι μισάνοιχτη η τσάντα σας". Στον πληθυντικό!!! Λες και έχουμε καμιά 30αριά χρόνια διαφορά! 
 Με μισό Zanax στέκομαι στα πόδια μου!

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Τα φώτα της πόλης


 Καθόλου πρωτότυπος τίτλος. Καθόλου ευφάνταστος. Και, εδώ που τα λέμε, καθόλου αντιπροσωπευτικός της ιστορίας που θ' ακολουθήσει πλην όμως, αρκετά λυρικός για να τραβήξει τα βλέμματα. Των άλλων. Όχι το δικό σου. Το δικό σου βλέμμα το ξέρω ότι δεν θα σταθεί. Θα προσπεράσει. Ως συνήθως...
 Κυριακή βράδυ κι εγώ, κανονικά, θα έπρεπε να είμαι στο σπίτι αλλά δεν μπορούσα. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Είπα να βγω μια βόλτα. Σε σκεφτόμουν τόσο έντονα όλο τ' απόγευμα που πίστευα πως, όπου κι αν πήγαινα, θα σε πετύχαινα μπροστά μου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Είχα σκοπό απλώς να βγω και να περπατήσω. Εντάξει, είπα ότι θα είμαι ειλικρινής και ήδη λέω ψέματα. Είχα σκοπό να σε ψάξω στην Αθήνα, να περάσω "τυχαία" από μέρη και μαγαζιά που ήξερα ότι σ' αρέσουν με την ελπίδα να είσαι κάπου εκεί. 
 Ξεκίνησα από Μοναστηράκι και συνέχισα με τα πόδια...Ψυρρή, Σύνταγμα, Εξάρχεια... Προσπάθησα να περπατάω όσο πιο αργά γίνεται και να κάνω όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαδρομή μήπως και σε πετύχω κάπου στο δρόμο. Πού και πού, έμπαινα σε κάποιο μαγαζί και σε αναζητούσα με το βλέμμα, όπως αναζητούμε συνήθως κάποιο φίλο που μας περιμένει μέσα στο πλήθος. Μόνο που εσύ δεν με περίμενες!
 Μετά από κάνα δίωρο, κάθισα σ' ένα μαγαζί κάπου στα σύνορα Εξαρχείων και Κολωνακίου και δεν σου κρύβω ότι, όσο έμεινα εκεί, κοίταζα πραγματικά με ελπίδα την πόρτα κάθε φορά που άνοιγε, περιμένοντας την επόμενη φορά να είσαι εσύ που θα την ανοίξεις! Το αποκορύφωμα του παραλογισμού μου ήταν όταν, κάποια στιγμή, κοιτάζοντας στην μπάρα, θα έπαιρνα όρκο ότι σε είδα να μιλάς μ' έναν τύπο. Κάποια στιγμή, λες και νιώσατε τα βλέμματά μου, γυρίσατε και οι δύο και με κοιτάξατε ή μάλλον, πιο σωστά, γύρισαν και με κοίταξαν (γιατί, φυσικά, δεν ήσουν εσύ που μιλούσες με τον τύπο!).
 Κατάλαβα ότι το κακό είχε παραγίνει. Ότι ούτε απόψε θα σ' έβλεπα. Πλήρωσα και έφυγα, σα να με κυνηγούσαν. Και όντως με κυνηγούσαν. Με κυνηγούσε η δική σου εικόνα που την έβλεπα παντού μπροστά μου μέχρι να μπω στο 040 για να φτάσω Πειραιά. 
 Και κάπου εδώ κολλάνε τα φώτα της πόλης. Γιατί κάπου εδώ, συνειδητοποίησα ότι τα φώτα και ο θόρυβος της Αθήνας μου θυμίζουν πάντα εσένα. Και δεν ξέρω γιατί. 

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Up in smoke

 Καμιά φορά το υποσυνείδητό μας, μας παίζει περίεργα παιχνίδια. Τουλάχιστον το δικό μου το κάνει. Μπορώ να πω ότι έχω ένα αρκετά...παιχνιδιάρικο υποσυνείδητο που, λες και ξέρει τι αποφεύγω να σκεφτώ όλη την μέρα (ποιον κοροϊδεύω; φυσικά και το ξέρει!), μόλις κλείνω τα μάτια μου για να κοιμηθώ, το φέρνει μπροστά μου. Και ναι (spoiler alert!!!)...σε σένα αναφέρομαι!
 Εχθές για παράδειγμα, νομίζω ότι μόλις με είχε πάρει ο ύπνος όταν βρέθηκα μπροστά σε μία πόρτα. Την άνοιξα και είδα μπροστά μου ένα μεγάλο δωμάτιο. Έκανα δύο βήματα, μπήκα μέσα και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω μου. Μόλις τότε παρατήρησα ότι δεν είχε πόμολο απ' την μέσα πλευρά. Μόνο μια κλειδαριά, αλλά εγώ δεν είχα το κλειδί. Κοίταξα γρήγορα γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι στο δωμάτιο υπήρχαν άλλες τρεις πόρτες, ίδιες μ' αυτήν που μόλις είχε κλείσει πίσω απ' την πλάτη μου, μία σε κάθε τοίχο του δωματίου. Φυσικά, εγώ δεν είχα το κλειδί για καμία!
 Δεν είχα προλάβει καλά καλά να πάθω την κρίση πανικού που, συνήθως, παθαίνω όταν βρίσκομαι σε κλειστούς χώρους, όταν το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με καπνό. Δεν μπορούσα να εντοπίσω από πού ερχόταν ο καπνός. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι γέμιζε το δωμάτιο πολύ γρήγορα για τα γούστα μου κι εγώ στεκόμουν στην μέση του δωματίου τρομοκρατημένος!
 Εκείνη την ώρα σε είδα! Στεκόσουν στην μία γωνία του δωματίου και, ενώ το πρόσωπό σου ήταν θολό -σαν από φωτογραφία που βγήκε κουνημένη-, ήξερα στα σίγουρα ότι ήσουν όντως εσύ. Με πλησίασες και με κάθε σου βήμα το πρόσωπό σου λες και γινόταν πιο ευκρινές. Οι γραμμές των χειλιών σου, τα ζυγωματικά, οι γωνίες του προσώπου σου... Όταν είχες πια πλησιάσει αρκετά ώστε να βλέπω τις κόρες των ματιών σου, άπλωσα το χέρι μου για να σ' αγγίξω, να σ' αγκαλιάσω και λίγο πριν τα χείλη μου ακουμπήσουν τα δικά σου...γλίστρησες απ' τα δάχτυλά μου σαν άμμος και σχημάτισες ένα βουναλάκι στο πάτωμα. Αυτό έμεινε όλο κι όλο από εσένα και μερικοί κόκκοι κρατημένοι σφιχτά μες στην παλάμη μου.
 Έπεσα στα γόνατα, χωρίς να μπορώ να βλέπω καλά καλά λόγω του καπνού που πλέον είχε γίνει τόσο πυκνός που μ' έπνιγε. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι οι πόρτες είχαν χαθεί και υπήρχε μόνο μια τρύπα στο ταβάνι απ' την οποία μπορούσα να βλέπω τον νυχτερινό ουρανό αλλά που δεν βοηθούσε καθόλου στο να φύγει ο καπνός απ' το δωμάτιο. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα σ' αυτό το ασφυκτικό συναίσθημα...
 Και τότε ξύπνησα! Κάθιδρος!  Χρειάστηκε να περάσει τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να ηρεμήσω και να μπορέσω να ξανακοιμηθώ.
 Το πρώτο πράγμα που έκανα το πρωί μόλις άνοιξα τον υπολογιστή, ήταν να ψάξω σε online ονειροκρίτες τι θα μπορούσε να σημαίνει το όνειρό μου. Ο πιο αξιόπιστος όλων, εμφάνισε ένα μόνο αποτέλεσμα κάτω απ' την αναζήτησή μου· ήταν το τηλέφωνο μιας γνωστής ψυχολόγου!

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Μονόλογος με σένα

Σου μιλάω.
Μ' ακούς;
Μ' άκουσες ποτέ όταν μιλούσα;
Άκουσες ποτέ τίποτ' απ' όσα σου είπα;
Κι αν τ' άκουσες, τα κατάλαβες;
Κατάλαβες εμένα;

Σου ψιθύριζα όλο εκείνο το βράδυ
που κοιμόσουν, σα το μωρό, στην αγκαλιά μου.
Συνομιλούσα με την καρδιά σου,
που την άκουγα να χτυπάει ρυθμικά κάτω απ' το στήθος σου.
Το θυμάσαι;
Κι αν το θυμάσαι, γιατί δεν είπες ποτέ μια κουβέντα;

Έφυγες.
Εύχομαι να είχα φύγει εγώ πρώτος.
Μα εγώ, μένω εδώ,
να σου μιλάω μόνος μου και να
πασχίζω να μην θυμάμαι
όσα με τόση ευκολία ξέχασες·
όλα όσα σου είπα αλλά, κυρίως,
όλα όσα δεν θα μπορέσω ποτέ
να βρω τα λόγια για να στα πω. 

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Το πρόσωπο του έρωτα

 Θυμάμαι πάντα μου έκανε εντύπωση στις αστυνομικές ταινίες εκείνη η φάση που ένας αυτόπτης μάρτυρας, πηγαίνει στο τμήμα για κατάθεση, κάνει μια περιγραφή του "κακού" (πχ. "είχε μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο και μεγάλη, γαμψή μύτη") και ο σκιτσογράφος -το ταλέντο του οποίου θα ζήλευαν, το δίχως άλλο, καταξιωμένοι ζωγράφοι - φτιάχνει αυτοστιγμεί ένα πορτραίτο τόσο πιστό που λες "δεν μπορεί, θ' αποδειχτεί στο τέλος ότι σκιτσογράφος-δολοφόνος είναι κολλητοί που γνωρίζονται παιδιόθεν και ο τύπος τόση ώρα μας δουλεύει".
 Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς θα έβγαινε το δικό σου πορτραίτο αν κάποιος έβαζε εμένα να σε περιγράψω.
 Κατ' αρχάς, δεν ξέρω αν το "μάτια που λάμπουν όταν χαμογελάει και χαμηλώνουν για ν' αποφύγουν το βλέμμα μου όταν ντρέπεται ή νοιώθει αμηχανία", είναι κατατοπιστική περιγραφή! Υποθέτω ότι ούτε και το "χείλια που θες να τα φιλήσεις ακόμα και αν είναι μόνο και μόνο για να σταματήσει να κράζει την Βαρκελώνη" είναι πολύ καλύτερο. Ούτε, φυσικά, το "έχει ένα πρόσωπο που το είδα κάποτε να φωτίζεται όταν μ' αντίκρισε και από τότε δεν έπαψα να ελπίζω ότι θα ξαναδώ  κάποτε αυτό το φως - κι ας έμεινα με την ελπίδα". Αν, δε, μιλούσα για τα φιλιά σου, που "έχουν την γεύση απ' τα τσιγάρα που καπνίζει αρειμανίως και που μ' έκαναν να βάζω τσιγάρο στο στόμα μου μόνο και μόνο για να ξανανιώσω την γεύση τους", ακόμα και αν ο σκιτσογράφος ήταν ο Ιώβ, θα έχανε την υπομονή του και θα μ' έδιωχνε πυξ λαξ απ' την αίθουσα ανακρίσεων, απηυδισμένος.
 Μόνο για την πλάτη σου θα μπορούσα να δώσω μια αξιόπιστη περιγραφή. Αυτήν την ξέρω πολύ καλά. Την έβλεπα κάθε φορά που αποχαιρετιόμασταν και στα τέσσερα βήματά, γυρνούσα και σ' έβλεπα ν΄απομακρύνεσαι, ελπίζοντας πάντα ότι θα γυρίσεις το κεφάλι να μου ρίξεις μια τελευταία, κλεφτή ματιά.
 Δεν γύρισες ποτέ...

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ο αναπτήρας

Βράδυ Σαββάτου, Δεκέμβρης, σε μια boîte στο Σύνταγμα

 Είχα έρθει σαν τον κυνηγημένο για να σε βρω, αμέσως μόλις μου έστειλες μήνυμα. Ήρθες να με πάρεις απ' το μετρό γιατί δεν ήξερα πώς να έρθω μέχρι εκεί. Καθίσαμε σε μια γωνία και ήμουν τόσο χαρούμενος απλώς και μόνο επειδή καθόσουν δίπλα μου, επειδή σε ένιωθα κοντά μου, ένιωθα τους ώμους μας να ακουμπούν. Ο χώρος ήταν τόσο μικρός που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε καλά καλά αλλά από μέσα μου ευγνωμονούσα αυτήν την "στενότητα" γιατί, εκ των πραγμάτων, αναγκαζόμασταν να είμαστε ο ένας πολύ κοντά στον άλλο. Μου μιλούσες, σου μιλούσα, και ακόμα και αν με ρωτούσες εκείνη την ώρα δεν νομίζω ότι θα ήξερα να σου πω για ποιο πράγμα μιλούσαμε. Απλώς κοιτούσα τα μάτια σου και έχανα, σιγά σιγά, τον κόσμο.
 Έπαιζα με τον αναπτήρα σου· αυτό τo θυμάμαι πολύ καθαρά! Κάποια στιγμή η κοπέλα που τραγουδούσε άρχισε να λέει το "Αυτή η νύχτα μένει"... Σταμάτησα να σε κοιτάζω. Κοιτούσα προς το μέρος της χωρίς να την βλέπω πραγματικά μόνο και μόνο για ν' αποφύγω το βλέμμα σου. Γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου -έρχονται πάντα μ' αυτό το τραγούδι- και δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν τα κατάφερα... "Κλαις;", μου ψιθύρισες στ' αυτί. Μία λέξη μόνο. Εγώ δεν μπορούσα ν' αρθρώσω καμία. Δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Κούνησα μόνο καταφατικά το κεφάλι... Μου έπιασες το χέρι. Στα κρυφά. Κάτω απ' το τραπέζι. Νόμιζα ότι ήθελες πίσω τον αναπτήρα. Στον έδωσα και έκλεισες το χέρι σου. Το τράβηξες... Έστριψες τσιγάρο, το άναψες και βυθίστηκε ο καθένας μας στη σιωπή και στις σκέψεις του.

Από τότε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, σκέφτομαι  εσένα και αναρωτιέμαι αν εκείνο το βράδυ... ήταν το χέρι μου που αναζητούσες κάτω απ' το τραπέζι και όχι ο αναπτήρας σου...