Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ο αναπτήρας

Βράδυ Σαββάτου, Δεκέμβρης, σε μια boîte στο Σύνταγμα

 Είχα έρθει σαν τον κυνηγημένο για να σε βρω, αμέσως μόλις μου έστειλες μήνυμα. Ήρθες να με πάρεις απ' το μετρό γιατί δεν ήξερα πώς να έρθω μέχρι εκεί. Καθίσαμε σε μια γωνία και ήμουν τόσο χαρούμενος απλώς και μόνο επειδή καθόσουν δίπλα μου, επειδή σε ένιωθα κοντά μου, ένιωθα τους ώμους μας να ακουμπούν. Ο χώρος ήταν τόσο μικρός που δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε καλά καλά αλλά από μέσα μου ευγνωμονούσα αυτήν την "στενότητα" γιατί, εκ των πραγμάτων, αναγκαζόμασταν να είμαστε ο ένας πολύ κοντά στον άλλο. Μου μιλούσες, σου μιλούσα, και ακόμα και αν με ρωτούσες εκείνη την ώρα δεν νομίζω ότι θα ήξερα να σου πω για ποιο πράγμα μιλούσαμε. Απλώς κοιτούσα τα μάτια σου και έχανα, σιγά σιγά, τον κόσμο.
 Έπαιζα με τον αναπτήρα σου· αυτό τo θυμάμαι πολύ καθαρά! Κάποια στιγμή η κοπέλα που τραγουδούσε άρχισε να λέει το "Αυτή η νύχτα μένει"... Σταμάτησα να σε κοιτάζω. Κοιτούσα προς το μέρος της χωρίς να την βλέπω πραγματικά μόνο και μόνο για ν' αποφύγω το βλέμμα σου. Γιατί ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου -έρχονται πάντα μ' αυτό το τραγούδι- και δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν τα κατάφερα... "Κλαις;", μου ψιθύρισες στ' αυτί. Μία λέξη μόνο. Εγώ δεν μπορούσα ν' αρθρώσω καμία. Δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Κούνησα μόνο καταφατικά το κεφάλι... Μου έπιασες το χέρι. Στα κρυφά. Κάτω απ' το τραπέζι. Νόμιζα ότι ήθελες πίσω τον αναπτήρα. Στον έδωσα και έκλεισες το χέρι σου. Το τράβηξες... Έστριψες τσιγάρο, το άναψες και βυθίστηκε ο καθένας μας στη σιωπή και στις σκέψεις του.

Από τότε, κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι, σκέφτομαι  εσένα και αναρωτιέμαι αν εκείνο το βράδυ... ήταν το χέρι μου που αναζητούσες κάτω απ' το τραπέζι και όχι ο αναπτήρας σου...

1 σχόλιο: