Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Song to say goodbye


 Λέω ν' αρχίσω με μία δήλωση: μισώ τους αποχαιρετισμούς! Ειλικρινά, τους απεχθάνομαι. Το ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος αλλά, στην παρούσα φάση, δεν με αφορά ο πανανθρώπινος χαρακτήρας του πόνου του αποχωρισμού. Ούτε και με κάνει να νιώθω καλύτερα η γνώση ότι, για όλους, είναι δύσκολη υπόθεση το να πουν "αντίο" (Αστείο δεν είναι; Για τ' όνομα του Θεού, είναι μια τόση δα λέξη κι όμως, μετά βίας μπορώ να την αρθρώσω...)!
 Επανέρχομαι λοιπόν, εντελώς εγωιστικά, στον προσωπικό μου Γολγοθά. Κατ' αρχάς, είναι μια πολύ αμήχανη διαδικασία· ποτέ δεν ξέρω τι να πω! Κατά δεύτερον, ως ευσυγκίνητος Καρκίνος, συνήθως νιώθω την ανάγκη να βάλω τα κλάματα -μια ανάγκη που καταπιέζω μόνο και μόνο γιατί σκέφτομαι ότι δεν θα ωφελήσει ούτε εμένα ούτε και τον εκάστοτε "αποχωρήσαντα". Προτιμώ να το κάνω αργότερα, στα κρυφά, όταν δεν θα μπορούν να με δουν, όταν δεν θα τους φορτώνω με τις δικές μου σκέψεις και τους δικούς μου φόβους. Γιατί, πραγματικά, το φοβάμαι αυτό το "αντίο". Φοβάμαι ότι δεν θα ξαναδώ ποτέ τους ανθρώπους που αποχαιρετώ.
 Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ κάτι μακάβριο. Απλώς, πλέον η καθημερινότητά μας... η πραγματικότητά μας, θα είναι διαφορετικές. Θα ζούμε παράλληλα. Θα εξελισσόμαστε παράλληλα. Χωρίς σημεία σύμπτωσης, χωρίς επαφές. Και όταν (χρονικοϋποθετικό) ξαναβρεθούμε, θα είμαστε (σαν) δύο άγνωστοι. Μπορεί ν' ακούγεται υπερβολικό έτσι όπως το λέω, αλλά αυτό ακριβώς σκέφτομαι κάθε φορά που χρειάζεται ν' αποχαιρετίσω κάποιον. Και όσο πιο αγαπημένος είναι, τόσο περισσότερο δυσκολεύομαι. 
 Φυσικά, όπως πάντα, καταλήγω να γράφω για σένα. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Εσένα σε παροξυσμό. Να φτιάχνεις την βαλίτσα σου τελευταία στιγμή και να προσπαθείς να σκεφτείς τι μπορεί να χρειαστείς. Να βάζεις μέσα ό,τι τύχαινε να είναι μπροστά σου εκείνη την ώρα κι εγώ να κάθομαι στο κρεβάτι σου, να σε παρακολουθώ και να γελάω σκεπτόμενος ότι σίγουρα ο φορτιστής του κινητού σου (ξεχασμένος στο ράφι της βιβλιοθήκης σου) θα σου είναι πιο χρήσιμος απ' το ξυπνητήρι του κομοδίνου σου, να στο επισημαίνω και να γελάω ακόμα περισσότερο με την αμηχανία σου. Γέμισες την βαλίτσα σου, σε βοήθησα να την κλείσεις και έκατσες δίπλα μου.  Μιλήσαμε για λίγο περί ανέμων και υδάτων και κάπου εκεί αποφάσισα "να φύγω, να σ' αφήσω να ηρεμήσεις λίγο". Σηκώθηκες να με πας μέχρι την πόρτα. Σε φίλησα, σε αγκάλιασα και δεν έλεγα να σ' αφήσω. Μύριζα τον λαιμό σου. Δεν ξέρω πόση ώρα σε είχα στην αγκαλιά μου. Ξέρω μόνο ότι προσγειώθηκα απότομα (ορκίζομαι, δεν είναι ηθελημένο λογοπαίγνιο λόγω θέματος) όταν σ' άκουσα να μου λες "Δεν φεύγω για πάντα! Πριν το καταλάβεις, θα είμαι πίσω!". "Το ξέρω" σου απάντησα -γιατί δεν μπορούσα να σου πω ότι, για μένα, δεν είχε καμία σημασία. Σε φίλησα μια φορά ακόμα, και βγήκα στον διάδρομο. 
 Μέσα στ' ασανσέρ έβαλα τα κλάματα. Η εξώπορτα όμως ήταν κλειδωμένη... Ανέβηκα και πάλι μέχρι το διαμέρισμά σου, σου χτύπησα την πόρτα και απάντησα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, στο απορημένο σου βλέμμα όταν με ξαναείδες στο κατώφλι σου μ' ένα "άλλαξα γνώμη, λέω να μείνω μέχρι να φύγεις" για να σου εξηγήσω αμέσως τον πραγματικό λόγο της επιστροφής μου. Απόρησες ακόμη περισσότερο μιας και "σπάνια κλείδωναν την εξώπορτα" και με συνόδευσες μέχρι κάτω. Μου είπες ότι "πάντως, είμαι παραπάνω από ευπρόσδεκτος να μείνω κι άλλο, αν το θέλω". Δεν το ήθελα. Ξεκλείδωσες, μ' αποχαιρέτισες μ' ένα "θα τα πούμε(;)" -στο οποίο, νομίζω, απάντησα μ' ένα "ΟΚ"- και έφυγα. Όλη αυτή την ώρα, δεν σε κοίταξα ούτε μία φορά στα μάτια. Δεν ήθελα να καταλάβεις ότι είχα κλάψει.
 Έφυγες. Και γύρισες. Και σε ξαναείδα, δυο-τρεις φορές ακόμα. Αλλά ήσουν άλλος άνθρωπος. Το ήξερα. Το ένιωθα. Και από τότε, όποτε πηγαίνω σ' εκείνο το καφέ που τόσο σου άρεσε, κοιτάζω το τραπέζι μας και η καρέκλα σου είναι πάντα άδεια... 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου